Οι «μικρομεσαίοι»... αποφασίζουν για το μέλλον των τραπεζών

Οι «μικρομεσαίοι»... αποφασίζουν για το μέλλον των τραπεζών

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Από τα 40,2 δισ. ευρώ που θα διαγράψουν, θα ρευστοποιήσουν, θα εισπράξουν και θα πουλήσουν οι τράπεζες μέσα στην επόμενη τριετία, τα 16 δισ. ευρώ αναμένεται να προέλθουν από μικρομεσαίες, μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ περίπου 6,5 δισ. ευρώ θα αποτελέσουν προϊόν διαχείρισης των δανείων μεγάλων επιχειρήσεων.

Η δημοσιοποίηση των στόχων μείωσης των «κόκκινων» δανείων που έχουν συμφωνήσει οι τράπεζες με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ, σηματοδοτεί την έναρξη της διαδικασίας. Όμως τη στιγμή που γίνονται γνωστοί οι τριμηνιαίοι και ετήσιοι στόχοι, το νομικό πλαίσιο παραμένει ελλιπές.

Τα εργαλεία που ζητούν οι τράπεζες για να προχωρήσουν με μεγαλύτερη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι γνωστά: α) η θέσπιση ενισχυμένου πλαισίου για εξωδικαστικό διακανονισμό χρέους και προ-πτωχευτικής διαδικασίας, καθώς και η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου, β) η φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων, γ) τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των μη συνεργαζόμενων μετόχων κατά την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων και δ) η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων κατά την εξυγίανση επιχειρήσεων.

Η σημασία της ολοκλήρωσης του πλαισίου αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις των τραπεζών, το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο θα μειωθεί κατά 9,1 δισ. ευρώ το 2018 και κατά 10,2 δισ. ευρώ το 2019, «προσφέροντας» σχεδόν το 50% (19,3 δισ. ευρώ) της συνολικής προσδοκώμενης μείωσης όλων των κατηγοριών στην τριετία.

Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο της διαδικασίας προκύπτει από τον στόχο ανάκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μετρητά. Της αύξησης, δηλαδή, των εισπράξεων κυρίως λόγω των συνεχώς αυξανόμενων ταμειακών ροών από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων. Οι τράπεζες εκτιμούν ότι οι ρευστοποιήσεις θα είναι περισσότερο εφικτές τη διετία 2018-2019, προσφέροντας συνολικά 11,5 δισ. ευρώ στη μείωση.

Ένα στα τρία δάνεια που σήμερα ταξινομούνται στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται πως θα επανέλθει σε καθεστώς ομαλούς εξυπηρέτησης, κυρίως μέσω επιτυχών ρυθμίσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα προτείνουν πιο μακροπρόθεσμες λύσεις για δάνεια που σήμερα είτε εμφανίζουν καθυστερήσεις άνω των 90 ημερών, είτε έχουν ρυθμιστεί στο παρελθόν μέσω βραχυπρόθεσμων λύσεων, όπως η μείωση του επιτοκίου για ένα ή δύο χρόνια με παράλληλη επιμήκυνση.

Διοικητικά στελέχη τραπεζών αναφέρουν ότι μέχρι σήμερα το μείγμα των λύσεων που εφαρμόζεται για την αναδιάρθρωση δανείων είναι 60%-40% υπέρ των βραχυπρόθεσμων μέτρων, κάτι που αναμένεται να αλλάξει μέσα στο 2017, μετατοπίζοντας το βάρος προς πιο μακροπρόθεσμες λύσεις, δηλαδή ρυθμίσεις άνω των δύο ετών. Εντούτοις, η μείωση κατά 29% που προβλέπεται αντισταθμίζεται από τις συνεχείς ροές νέων NPEs. Πρόκειται για δάνεια που εισέρχονται για πρώτη φορά στην κατηγορία των NPLs (με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών) και δάνεια που έχουν ρυθμιστεί και επιστρέφουν στο «κόκκινο» (που είναι η πλειοψηφία των περιπτώσεων).

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, τα δάνεια που θα... καταφέρουν να γίνουν εξυπηρετούμενα την επόμενη τριετία διαμορφώνονται σε 30,8 δισ. ευρώ, με τις νέες εισροές «κόκκινων» δανείων να τοποθετούνται στα 30,4 δισ. ευρώ. Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι χωρίς τη χρήση άλλων εργαλείων, όπως διαγραφές πωλήσεις και ρευστοποιήσεις, η διαδικασία μείωσης των NPEs κατά 40% θα διαρκούσε πολλά χρόνια ακόμη και με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Κοινοί πιστούχοι και ΜμΕ

Το «κόκκινο» επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών διαμορφώθηκε στο τέλος Σεπτεμβρίου στα 64,3 δισ. ευρώ, ήτοι στο 53% επί των συνολικών επιχειρηματικών χορηγήσεων. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η διαχείριση θα οδηγήσει στη μείωση του χαρτοφυλακίου στα 40,5 δισ. ευρώ, ή κατά 23,8 δισ. ευρώ, τον Δεκέμβριο του 2019.

Από τη συνολική μείωση των 40,2 δισ. ευρώ (επιχειρηματικά, στεγαστικά και καταναλωτικά), τα 6,43 δισ. ευρώ θα προέλθουν από τη διαχείριση δανείων μεγάλων επιχειρήσεων. Πρόκειται για δάνεια που στην πλειοψηφία τους αφορούν κοινούς πιστούχους για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Σχετικές μελέτες έχουν δείξει ότι ξεπερνούν τις 800 οι μεγάλες επιχειρήσεις με «κόκκινα» δάνεια άνω των 11 δισ. ευρώ, τα οποία θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο κοινής αντιμετώπισης από τις τράπεζες. Τουρισμός, τρόφιμα και ποτά, μεταφορές και υγεία, είναι οι κλάδοι που αναμένεται να πρωταγωνιστήσουν, κυρίως τη διετία 2018-2019.

Ο έβδομος στη σειρά στόχος των τραπεζών παρακολουθεί αποκλειστικά το χαρτοφυλάκιο των ΜμΕ, εξετάζοντας το ποσοστό των ενεργών επιχειρήσεων για τις οποίες έχει διενεργηθεί ανάλυση βιωσιμότητας τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Οι τράπεζες στοχεύουν στην αύξηση του ποσοστού των ΜμΕ για τις οποίες διενεργείται ανάλυση βιωσιμότητας στο 80%-97% το 2019, έτσι ώστε να βελτιωθούν αντίστοιχα και οι προσφερόμενες λύσεις ρύθμισης.

Ένα στα τέσσερα «κόκκινα» δάνεια που θα βγουν με οποιοδήποτε τρόπο από την κατηγορία των NPEs, θα είναι από τη δεξαμενή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων: σύμφωνα με το τριετές πλάνο, οι προσπάθειες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα συμβάλλουν κατά 26%, ή 10,45 δισ. ευρώ, στην επίτευξη του συνολικού στόχου.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Τρ. Πειραιώς, που διαθέτει το μεγαλύτερο χαρτοφυλάκιο NPEs, 2 στα 3 δάνεια μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων αφορούν πελάτες με θετικά EBITDA, οι οποίοι θεωρούνται «βιώσιμοι». Τέλος, σε ότι αφορά τα δάνεια πολύ μικρών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών με κύκλο εργασιών μικρότερο των 2,5 εκατ. ευρώ, αυτά θα προσφέρουν στη μείωση περί τα 6 δισ. ευρώ.