Του Γιώργου Φιντικάκη
Κόκκινα δάνεια, μισή έξοδος στις αγορές, παροχές, διεκδικήσεις αναδρομικών και ΔΕΗ, είναι η κληρονομιά της παρούσας κυβέρνησης στην επόμενη. Όλα είναι μέτωπα υπονομευμένα εκ των προτέρων, με προφανή την πολιτική στόχευση, η επόμενη κυβέρνηση να κινηθεί υποχρεωτικά μέσα σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον, έχοντας εξαιρετικά στενά περιθώρια ελιγμών.
Στο μέτωπο της πρώτης κατοικίας, μπορεί να έχουν εγκαταλειφθεί τα περί μονομερών ενεργειών, αλλά είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση επιδιώκει το πλαίσιο που θα αντικαταστήσει το νόμο Κατσέλη να μην αποκλείει μεγάλες ομάδες δανειοληπτών, παραπέμποντας το πρόβλημα στο μέλλον.
Ανοικτό παραμένει το κεφάλαιο έξοδος στις αγορές, όπου η έκδοση του 5ετούς ομολόγου ήταν ένα αναγκαίο αλλά πολύ μικρό βήμα, αφού η πραγματική επιστροφή θα κριθεί από την έκδοση 10ετούς ομολόγου με ικανοποιητικά επιτόκια, όταν οι προβλέψεις για το διεθνές περιβάλλον είναι δυσοίωνες.
Η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί επίσης να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις των παροχών Τσίπρα, τον εθισμό μιας μερίδας πολιτών στο κλείσιμο του ματιού ότι το κράτος έχει λεφτά, ενισχύοντας μιας αρρωστημένη νοοτροπία ενός υπολογίσιμου μέρους των Ελλήνων ψηφοφόρων.
Ταυτόχρονα η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειριστεί τη «βόμβα» των δικαστικών αποφάσεων για τα αναδρομικά με βάση τις αποφάσεις του ΣτΕ, και φυσικά θα βρει μπροστά τη «νάρκη» της ΔΕΗ. Σαν μια τέλεια καταιγίδα, έχουν μαζευτεί από πάνω της, ένα βουνό από ληξιπρόθεσμες οφειλές, συνεχή μείωση τζίρου, μεγάλα χρέη προς τις τράπεζες, μια συνταγή χρεοκοπίας για κάθε επιχείρηση, ελληνική ή ξένη, όχι μόνο για τη ΔΕΗ.
O μεγαλύτερος συστημικός κίνδυνος είναι ασφαλώς οι τράπεζες. Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι το νέο θεσμικό πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας, ναι μεν θα είναι αυστηρότερο του τωρινού, ωστόσο δεν θα αποκλείει από την «ομπρέλα» κατά των πλειστηριασμών, μεγάλες ομάδες δανειοληπτών, οδηγώντας σε μια ατελή λύση, που θα παραπέμπει το πρόβλημα στο μέλλον.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτό το σενάριο πάνω στο οποίο συζητούν κυβέρνηση και τράπεζες, δηλαδή η προστασία της πρώτης κατοικίας να έχει κριτήριο το ύψος του δανείου στα 120.000 ευρώ, θα επιτρέπει ταυτόχρονα να παραμένει ψηλά και η αντικειμενική αξία του ακινήτου που θα προστατεύεται. Εφόσον δηλαδή για την υπαγωγή των δανειοληπτών στο νέο καθεστώς, μπει «κόφτης» στο ύψος του δανεισμού, αλλά το όριο αντικειμενικής αξίας διατηρηθεί για παράδειγμα στα 200.000 ευρώ, τότε η κυβέρνηση θα μπορέσει να πουλήσει προεκλογικά το μέτρο ως «έντιμο συμβιβασμό». Το ερώτημα είναι αν αυτό συνεπάγεται και μια αποτελεσματική επίλυση.
Τα αναδρομικά
Ο επόμενος εφιάλτης λέγεται αναδρομικές διεκδικήσεις για παράνομες περικοπές συντάξεων και δώρων. Ουδείς ξέρει που ακριβώς θα κάτσει η μπίλια αυτής της «βόμβας», που μόνο από συντάξεις, υπολογίζεται σε ως και 24 δισ. ευρώ, στα οποία θα πρέπει να προστεθούν άλλα 4-5 δισ. ευρώ από δώρα, αφού αν ο νόμος Κατρούγκαλος κριθεί αντισυνταγματικός από το ΣτΕ, το κόστος θα καθορισθεί από τη χρονική περίοδο που θα καλύπτει η απόφαση για την αναδρομικότητα. Ακόμη και στο καλό σενάριο, που ο ν. Κατρούγκαλου κριθεί συνταγματικός, θα πρέπει να δούμε, τι θα αποφασισθεί για το μεσοδιάστημα, δηλαδή από το 2015 όποτε και εκδόθηκε η απόφαση του ΣτΕ, έως την ψήφιση ή την εφαρμογή του επίμαχου νόμου. Σε κάθε περίπτωση, είναι υπαρκτός ο φόβος πως αυτά που θα ειπωθούν προεκλογικά θα δηλητηριάσουν τις προοπτικές και θα περιορίσουν τις όποιες εφικτές λύσεις.
Η ΔΕΗ
Επί τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση επέμενε ότι έχει τις λύσεις που θα καταστήσουν βιώσιμη τη ΔΕΗ. Έχουμε ακούσει σχεδόν τα πάντα, από πωλήσεις μονάδων έως πωλήσεις πελατών, όλα σχέδια εκτός οικονομικής λογικής, που απλώς κερδίζουν χρόνο. Τελικά, όχι μόνο οι λύσεις αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, αλλά και το πρόβλημα διογκώθηκε. Σήμερα οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη ΔΕΗ κινούνται πάνω από τα 2,7 δισ ευρώ, οι ζημιές της στο εννεάμηνο έφτασαν τα 255 εκατ. ευρώ, τα περιθώρια στενεύουν και η διοίκηση της επιχείρησης πιέζει όλο και πιο συχνά για αυξήσεις στα τιμολόγια. Την ίδια στιγμή, φορτωμένη με τα λιγνιτικά εργοστάσια που δεν μπόρεσε να πουλήσει, και υποχρεωμένη να πουλά μέσω δημοπρασιών σε τιμές κόστους την ενέργειά της προς τον ανταγωνισμό, συνεχίζει να μην έχει καθαρό ορίζοντα για την επόμενη ημέρα. Ουδείς απαντά τόσο πολιτικά, όσο και οικονομικά, με πειστικά επιχειρήματα, πως θα διασωθεί αυτή η επιχείρηση στην πράξη.