Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου*
Οι αναλύσεις για τις υποτιμημένες αξίες των ακινήτων της Αθήνας, για τις υποτιμημένες και κρυφές αξίες των ελληνικών μετοχών απασχολούν τα πρωτοσέλιδα. Επιπλέον διαβάζουμε πως κάτι ξεπουλήθηκε, πως κάτι αγοράστηκε σε υπερβολική τιμή και πάει λέγοντας. Μια συναλλαγή που πραγματοποιείται ελεύθερα και με την απόλυτη συναίνεση των συναλλασσόμενων πλευρών προσφέρει ένα δίκαιο τίμημα, τόσο για τον αγοραστή όσο και για τον πωλητή, καθώς αμφότεροι έχουν τις δικές τους μεθόδους αποτίμησης και τους δικούς τους λόγους, βάσει των οποίων συμμετέχουν στη συναλλαγή. Η τιμή σε κάθε συναλλαγή ενσωματώνει όλες τις πληροφορίες, τα χαρακτηριστικά και τα δεδομένα του συγκεκριμένου προϊόντος ή της υπηρεσίας και φυσικά τις προσδοκίες του αγοραστή και του πωλητή.
Για παράδειγμα, η τιμή της συναλλαγής ενός ακινήτου ενσωματώνει εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, όλα τα οικονομικά χαρακτηριστικά του ανάλογα με τη χρήση του -όπως επένδυση ή ιδιόχρηση-, όλα τα φορολογικά του δεδομένα, όλα τα χαρακτηριστικά της περιοχής, τις οικονομικές δυνατότητες του αγοραστή, τις οικονομικές ανάγκες του πωλητή και τις προσδοκίες αμφοτέρων των πλευρών. Επομένως, η τιμή της συναλλαγής είναι ισορροπημένη. Κι αν υποθέσουμε πως για κάποιο χρονικό διάστημα υπάρχει ανισορροπία τιμών και επικρατεί η εντύπωση πως τα ακίνητα είναι υποτιμημένα ή υπερτιμημένα, οι μηχανισμοί της αγοράς έρχονται και με ταχύτητα επαναφέρουν τις συνθήκες της αγοράς σε τάξη.
Αλλά και στις αγορές κεφαλαίων και συναλλάγματος διαβάζουμε αναλύσεις στις οποίες κάποια νομίσματα ή κάποιοι μετοχικοί τίτλοι είναι υποτιμημένοι ή υπερτιμημένοι. Εκεί και πάλι η απάντηση είναι πως οι τιμές είναι οι σωστές. Αν δεν ήταν, θα είχαν αλλάξει και θα είχαν προσαρμοστεί σε νέα επίπεδα ισορροπίας. Οι τιμές των μετοχών, πέραν των αντικειμενικών στοιχείων που προκύπτουν από τους ισολογισμούς τους, την τιμολόγηση των προϊόντων των εταιρειών, των μεριδίων της αγοράς, τα μακροοικονομικά δεδομένα των οικονομιών μέσα στις οποίες δραστηριοποιούνται, προσδιορίζονται και από τις υποκειμενικές οικονομικές δυνατότητες των επενδυτών, την αποτίμηση του ρίσκου, το κόστος χρήματος των κεφαλαίων των επενδυτών και άλλα πολλά. Διαβάζουμε συχνά πως «η μετοχή Χ είναι υποτιμημένη». Μα αν είναι υποτιμημένη, σύμφωνα με τα δεδομένα των αγορών, θα βρεθούν αυτοί που θα εκτιμήσουν το ίδιο και θα την οδηγήσουν στα «σωστά επίπεδα».
Οι τιμές είναι πάντα οι σωστές. Οι επενδυτικές αποφάσεις στις συναλλαγές μπορεί να είναι λάθος, καθώς το θυμικό υπερτερεί της λογικής.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο, της Παρασκευής 20 Ιουλίου