Του Βασίλη Γεώργα
Αν ευσταθούν οι πληροφορίες που θέλουν το ΔΝΤ να καθυστερεί μέχρι την Άνοιξη τις αποφάσεις του για το ελληνικό πρόγραμμα, τα πράγματα φαίνεται πως μπορούν να γίνουν ακόμη πιο δύσκολα για την Ελλάδα.
Από τον ερχόμενο Απρίλιο ξεκινούν οι πρώτες μεγάλες πληρωμές της χώρας προς τους δανειστές της (1,4 δισ. ευρώ) και αν μέχρι τότε δεν έχει βρεθεί φόρμουλα συμφωνίας για να κλείσει η 2η αξιολόγηση ώστε να αποδεσμευτεί η δόση των 6,1 δισ. ευρώ, η Ελλάδα αναμένεται να αντιμετωπίσει σοβαρές χρηματοδοτικές δυσκολίες και παράλληλα να βρεθεί σε μειονεκτική θέση στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης καθώς θα έχει να πληρώσει πάνω από 5 δισ. ευρώ μέχρι τον Ιούλιο.
Είναι φυσικά πολύ νωρίς να μιλά κανείς από τώρα για τυχόν χρηματοδοτικά προβλήματα την επόμενη χρονιά όπου πάντως ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι ακόμη πιο απαιτητικός (1,75% του ΑΕΠ). Όσο, όμως, καθυστερεί η συμφωνία που πλέον έχει ως επόμενο σταθμό το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου σε περίπου ενάμιση μήνα από σήμερα, τόσο πιο πολλοί κρίκοι από την αλυσίδα του αφηγήματος που είχε χτίσει η κυβέρνηση (συμφωνία για τη βιωσιμότητα του χρέους, ποσοτική χαλάρωση, αγορές κλπ) θα σπάνε. Τα πράγματα θα χειροτερέψουν περισσότερο αν χαθεί και η «προθεσμία» του Φεβρουαρίου-Μαρτίου για την ένταξη στο QE, που συν τοις άλλοις θεωρείται απαραίτητη για να βελτιωθεί το κλίμα στην οικονομία και τις τράπεζες και να διευκολυνθεί η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.
Αποδεδειγμένα η στρατηγική καθυστερήσεων και ρήξεων δεν έχει να προσφέρει παρά μόνο πρόσκαιρα και αμφίβολα επικοινωνιακά οφέλη στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Αλλά την ίδια στιγμή προκαλεί ζημιά στην οικονομία και θα μπορούσε να βάλει σε ριψοκίνδυνες περιπέτειες τη χώρα.
Είναι βέβαιο πως η διαρροή για την αναβολή των αποφάσεων από το ΔΝΤ, θα αναζωπυρώσει εκ νέου τη συζήτηση για το αν το Ταμείο είναι απαραίτητο να συμμετάσχει ως χρηματοδότης-εγγυητής του προγράμματος ή θα αρκούσε η παραμονή του σε ρόλο συμβούλου-παρατηρητή. Προς το παρόν η κυβέρνηση τελεί εν αναμονή της νέας έκθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, που υπό τα σημερινά δεδομένα, δεν αναμένεται να δίνει το «πράσινο φως» παρά τη βελτίωση που καταγράφεται με τον συνυπολογισμό των μέτρων άμεσης εφαρμογής που εγκρίθηκαν στο προηγούμενο Eurogroup.
Παρότι για πολλούς στην Ελλάδα και την Ευρώπη, η «απομόνωση» του ΔΝΤ συνιστά λύση απεμπλοκής υπό την έννοια ότι ούτε θέμα μεγαλύτερης μείωσης του χρέους θα υπήρχε, ούτε ζήτημα λήψης περισσότερων μέτρων, οι απόψεις διίστανται ακόμη και εντός της ελληνικής κυβέρνησης.
Γιατί έστω και αν υποθέσει κανείς ότι η Γερμανία και οι δορυφόροι της αλλάξουν γνώμη αναφορικά με την «υποχρεωτική» συμμετοχή του ΔΝΤ και εγκρίνουν τελικά την αξιολόγηση, η πρώτη που θα πληρώσει το κόστος από την αποχώρηση του Ταμείου θα είναι η Ελλάδα.
Και αυτό επειδή όπως εξηγούσε κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, η κυβέρνηση θα χάσει τη δυνατότητα να περιβάλει με την «αξιοπιστία» του Ταμείου την επιδιωκόμενη ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση αλλά και την προετοιμασία «εξόδου» στις αγορές η οποία θα στηριχτεί κατά 90% σε αμερικανικά επενδυτικά κεφάλαια, και θα έχει ως μόνο δεκανίκι την ΕΚΤ.
Βρισκόμαστε όμως σε κάθε περίπτωση ακόμη αρκετά μακριά από αυτά τα σενάρια. Μετά την παρακινδυνευμένη θεατρική παράσταση της σύγκρουσης κυβέρνησης – δανειστών για τις παροχές στους συνταξιούχους και την «πολιτική διαπραγμάτευση» σε Βρυξέλλες και Βερολίνο, η κυβέρνηση επιστρέφει υπό χειρότερους όρους στη γραμμή αφετηρίας της δεύτερης αξιολόγησης.
Έκανε το «κομμάτι» της, πιστώθηκε μια πιο ηχηρή υποστήριξη από τους Γάλλους σοσιαλιστές, αλλά καλείται όπως κάθε φορά να λύσει τις διαφορές της με όλους μαζί τους δανειστές στο τραπέζι του Eurogroup, έχοντας παράλληλα «εξοργίσει» το ηγετικό μπλοκ των «σκληροπυρηνικών» της ευρωζώνης.
Οι τελευταίοι εξακολουθούν να θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ την συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα και θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι του για να τα κρατήσουν. Το αποτέλεσμα είναι πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να «κερδίσει» η κυβέρνηση τη μάχη της μη θεσμοθέτησης πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων που θα διασφαλίζουν τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% για τα επόμενα χρόνια μετά το 2018. Αυτό που θα μπορούσε να διαπραγματευτεί και να κερδίσει είναι η πρόταση ώστε αν τα πρωτογενή πλεονάσματα διατηρηθούν επί μακρόν στο 3,5% να διοχετεύεται βάσει ρήτρας ένα ποσοστό (1%) σε αναπτυξιακά κίνητρα.
Στο οικονομικό επιτελείο συζητούν πάντως ήδη την συμβιβαστική λύση του «ενισχυμένου» κόφτη δαπανών. Η ψήφιση συγκεκριμένων περικοπών από τώρα για το 2019-2020 έχει απορριφθεί και δύσκολα θα την δεχθεί η κυβέρνηση που, διαφορετικά προειδοποιεί με εκλογές.
Τον συμβιβασμό, όμως, της θεσμοθέτησης, ενός εγγυητικού μηχανισμού που θα συνεχίσει να ισχύει και μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου για να παρεμβαίνει αυτομάτως σε μισθούς και συντάξεις αν εκτροχιάζονται οι στόχοι, δεν έχει ιδιαίτερους λόγους να μην τον αποδεχτεί αν πρόκειται να είναι αυτό το κλειδί για να ξεκλειδώσει η δεύτερη αξιολόγηση.