Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Όχι μόνο θα πρέπει να ξεπεράσετε τον εαυτό σας για να πετύχετε τους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να ξεπεράσετε το μεγάλο πρόβλημα που δημιουργεί η πιστωτική συρρίκνωση. Αυτό είναι το διττό μήνυμα του Γιάννη Στουρνάρα προς τις τράπεζες, μέσω της Έκθεσης για τη Νομισματική Πολιτική που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Παράλληλα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος έστειλε μήνυμα και στην κυβέρνηση. Εκτιμά ότι το θέμα των «κόκκινων» δανείων μόνο τελειωμένη υπόθεση δεν θα πρέπει να θεωρείται και γι'' αυτόν ακριβώς το λόγο καλεί την πολιτεία, τις τράπεζες και τις εποπτικές Αρχές να αξιολογήσουν προσεκτικά το σχέδιο οδηγιών για την ίδρυση «bad bank» σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με το σχέδιο οδηγιών που δημοσίευσε πρόσφατα η Κομισιόν.
Το τοπίο αναμένεται να ξεκαθαρίσει μέσα στο 2019. Με βάση τις νέες εκτιμήσεις για διαγραφές, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις δανείων και σε συνδυασμό με την υποβάθμιση των προβλέψεων για τις χορηγήσεις νέων δανείων, οι εξελίξεις μέσα του επόμενου έτους θα είναι καθοριστικής σημασίας για τις ελληνικές τράπεζες.
Τότε θα κριθεί – κατά κύριο λόγο στο β'' και γ'' τρίμηνο του έτους – αν θα επιτευχθούν οι στόχοι και αν θα χρειαστεί να αυξήσουν σε τέτοιο βαθμό τις προβλέψεις που να κρίνεται αναγκαία η άντληση κεφαλαίων. Τότε, επίσης, θα έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να αξιολογηθούν τα οφέλη από τη δημιουργίας μίας εθνικής εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων που θα μοιάζει με τις πλατφόρμες που ήδη δραστηριοποιούνται στη χώρα μας.
Ο κ. Στουρνάρας κάνει λόγο για «δραστικό περιορισμό του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με υπέρβαση της υφιστάμενης στοχοθεσίας για τη μείωση των NPEs». Διότι όσο αυξάνονται οι πωλήσεις και οι διαγραφές μπορεί να μειώνονται τα προβληματικά δάνεια, αλλά ταυτόχρονα μειώνεται και το σύνολο των χορηγήσεων, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται η απαιτούμενη μείωση του ποσοστού των «κόκκινων» δανείων.
Όσο για τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης μετά τα θετικά αποτελέσματα των stress tests, στην έκθεση της ΤτΕ αναφέρεται ότι τα αποτελέσματα θα συνεκτιμηθούν από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP), βάσει της οποίας ο επόπτης ενδέχεται να ζητήσει από κάποια τράπεζα να τηρεί πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα ή/και να θέσει ποιοτικές απαιτήσεις.
Αυτό σημαίνει ότι προς το τέλος του έτους, ο SSM θα κρίνει τις επιδόσεις κάθε τράπεζας και θα προβεί στις απαραίτητες συστάσεις, μία διαδικασία που θα συνεχιστεί και στο επόμενο έτος. Σημαντικό ρόλο θα παίξει η ανάπτυξη καθώς η πιστωτική επέκταση που εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει από τις επιχειρήσεις αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ομαλότερη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Αν δεν βρεθεί λύση...
Τα πεπραγμένα της κυβέρνησης δείχνουν ότι δεν... συμπαθεί και πολύ τον τραπεζικό κλάδο. Τουλάχιστον με τη σημερινή του μορφή. Είναι ξεκάθαρο πως θα ήθελε να έχει μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο στον τρόπο λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων και το έχει δείξει με πολλούς τρόπους. Από τις καθυστερήσεις στη νομοθέτηση των απαραίτητων εργαλείων για την διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, μέχρι τις συνεχιζόμενες παρεμβάσεις και τις προσπάθειες δημιουργίας μίας αναπτυξιακής τράπεζας... κομμένης και ραμμένης στις προτιμήσεις της κυβέρνησης.
Όμως, ένα από τα δύο βασικότερα ζητήματα που αναδεικνύουν οι αναλυτές όταν σχολιάζουν τη συμφωνία του Eurogroup και περιγράφουν τις προοπτικές για τη μεταμνημονιακή εποχή είναι τα «κόκκινα» δάνεια. Το άλλο είναι οι επενδύσεις. Τα δύο αυτά ζητήματα επισημάνθηκαν τόσο από τους οίκους αξιολόγησης όσο και από τις επενδυτικές τράπεζες, στις εκθέσεις που ακολούθησαν τη συμφωνία του Eurogroup.
Έχουν ήδη περάσει δύο χρόνια που θεωρητικά οι τράπεζες έχουν εφαρμόσει πιο επιθετικές λύσεις στη διαδικασία αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Αν και οι στόχοι μέχρι στιγμής επιτυγχάνονται, το μείγμα μέσω του οποίου η διαδικασία δεν έχει εκτροχιαστεί δεν είναι το επιθυμητό.
Οι συζητήσεις με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ, δεν επικεντρώνονται μόνο στην επιτάχυνση των ενεργειών οι οποίες θα οδηγήσουν στην επίτευξη των στόχων μείωσης που έχουν συμφωνηθεί βάσει του τριετούς πλάνου που ολοκληρώνεται τον Δεκέμβριο του 2019.
Εκκρεμούν οι νέοι στόχοι που θα καθοριστούν για την επόμενη τριετία, μέσω των οποίων τα «κόκκινα» δάνεια των ελληνικών τραπεζών θα πλησιάσουν στο μέσο ευρωπαϊκό όρο. Τότε, και μόνο τότε, θα μπορούμε να μιλάμε για το τέλος της δραματικής περιόδου της ελληνικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008, έγινε αισθητή το 2010 και διήρκεσε πάνω από μία δεκαετία.