Το οικονομικό βάρος που δέχονται εργαζόμενοι και εργοδότες προκαλεί πίεση όχι μόνο στα εισοδήματά τους, αλλά και στην οικονομία γενικότερα, ενώ την ίδια στιγμή το 50% του μισθού ξοδεύεται στα τρόφιμα, συμπιέζοντας ακόμα περισσότερο τα εισοδήματά τους, όπως προκύπτει από έκθεση του ΟΟΣΑ, ως προς τις επιβαρύνσεις σε εισφορές και φόρους, αλλά και από τα στοιχεία που ανέφερε ο καθηγητής ηλεκτρονικού επιχειρείν του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ), Γιώργος Δουκίδης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, στο 38,5% υπολογίζεται η συνολική επιβάρυνση από φόρους και εισφορές στους εργαζόμενους χωρίς παιδιά στη χώρα μας το 2023, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν στο 34,8%.
Η επιβάρυνση προέρχεται κυρίως από τις ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου και εργοδότη, οι οποίες φτάνουν στο 11,3% και 18,2%, αντίστοιχα, ενώ μόνο στο 8,9% υπολογίζεται η επιβάρυνση από τη φορολογία εισοδήματος, έναντι 13,3% που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ.
Η συνολική επιβάρυνση για τις οικογένειες με παιδιά στη χώρα μας, όπου εργάζονται και οι δύο γονείς, είναι η 7η υψηλότερη στις χώρες του ΟΟΣΑ, καθώς ανέρχεται στο 37,5%, έναντι 29,5% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ.
Για ένα έγγαμο ζευγάρι με δύο παιδιά, όπου εργάζεται μόνο ο ένας σύζυγος και λαμβάνει τον μέσο μισθό, η φορολογία ήταν ελαφρά μικρότερη, στο 37,1%, σε σχέση με τον εργαζόμενο χωρίς παιδιά, σημειώνοντας αύξηση 0,73 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2022. Στις χώρες του ΟΟΣΑ, η μέση επιβάρυνση για ένα αντίστοιχο ζευγάρι ήταν πολύ χαμηλότερη, στο 25,7%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ η φορολογία αυξήθηκε το 2023 σε 23 από τις 38 χώρες του ΟΟΣΑ μεταξύ 2022 και 2023, μειώθηκε σε 13 και παρέμεινε η ίδια σε δύο. Ο φόρος εισοδήματος και οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη αποτελούν το 71% της συνολικής επιβάρυνσης, σε σχέση με το 77% που είναι ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ.
Στην Ελλάδα, ο μέσος άγαμος εργαζόμενος είχε καθαρό μέσο φορολογικό συντελεστή 24,8% το 2023, έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ 24,9%. Στο πλαίσιο αυτό η αμοιβή ενός μέσου άγαμου εργάτη μετά από φόρους ήταν 75,2% του ακαθάριστου μισθού του έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ που ήταν 75,1%.
Ο καθαρός μέσος φορολογικός συντελεστής για έναν μέσο έγγαμο εργαζόμενο με δύο παιδιά στην Ελλάδα ήταν 23,1% το 2023, έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ 14,2% και η αμοιβή ενός έγγαμου εργαζομένου με δύο παιδιά στην Ελλάδα, μετά από φόρους και οικογενειακά επιδόματα, έφτανε το 76,9% του ακαθάριστου μισθού τους, έναντι 85,8% για τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Αντίθετα, η φορολογική επιβάρυνση για τον μέσο άγαμο εργαζόμενο μειώθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες από 38,7% σε 38,5% μεταξύ 2000 και 2023.
Μπορείτε να διαβάσετε όλη την έκθεση του ΟΟΣΑ εδώ
Το 50% του μισθού μας ξοδεύεται στα τρόφιμα
«Το 50% των αγορών για προϊόντα που κάνουμε ξοδεύεται σε τρόφιμα, το 10% πάει για εστίαση το 10% πάει για φάρμακα, το 10% για ρούχα και το 10% για ηλεκτρονικές και ηλεκτρικές συσκευές» ανέφερε ο Γιώργος Δουκίδης καθηγητής ηλεκτρονικού επιχειρείν του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ) και ιδρυτής του Εργαστηρίου ELTRUN μιλώντας στο e Commerce Summit που διοργάνωσε η Boussias events στο Costa Navarino.
Μάλιστα ο ίδιος υποστήριξε πως αυτό δεν ήταν έτσι πριν από 3-4 χρόνια. «Πριν 3-4 χρόνια τα τρόφιμα ήταν στο 40%, τώρα είναι στο 50% γιατί είναι ανελαστική αυτή η δαπάνη» εξήγησε ο ίδιος.
Σύμφωνα με όσα υποστήριξε ο κ. Δουκίδης για τις μηνιαίες δαπάνες του καταναλωτή, όσα ξοδεύονται για λογαριασμούς ξοδεύονται και για αγορές προϊόντων.
«Τα δύο τρίτα του εισοδήματος πάει για λογαριασμούς φόρους κι ενοίκια και μάλιστα ξοδεύουμε περισσότερα κι αυτό ξεκινάει λίγο πριν το 2019. Άρα εδώ και μια 3τία ο καταναλωτής περνάει μια πολύ σοβαρή ένταση και πίεση» τόνισε ο ίδιος.
«Η αντίληψη για το ύψος των τιμών που διαμορφώνεται από τα μέσα ενημέρωσης, πολλές φορές όταν γίνεται αποσπασματικά δεν έχει πολλή σχέση με την πραγματικότητα, όμως η εικόνα που διαμορφώνεται πολύ εύκολα παγιώνεται, προκαλώντας προβλήματα στο λιανεμπόριο και στους προμηθευτές» σχολίασε στη συνέχεια ο κ. Δουκίδης.
«Σε έρευνά που είχε γίνει για τις ανάγκες του ΙΕΛΚΑ σχετικά με τις τιμές στα καταστήματα τροφίμων, δύο στους τρεις ερωτηθέντες είχαν απαντήσει ότι οι τιμές αυξήθηκαν τουλάχιστον κατά 10%. Για το ίδιο διάστημα παίρνοντας τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, είχαμε διαπιστώσει ότι οι τιμές είχαν αυξηθεί 2 ή 3,5% άρα ο καταναλωτής θεωρούσε ότι οι τιμές ανεβαίνουν πολύ υψηλότερα από ότι στη πραγματικότητα» ανέφερε ο κ. Δουκίδης.
Σε κάθε είδηση για την ακρίβεια και τον πληθωρισμό τις περισσότερες φορές υπάρχει μια φωτογραφία με ένα καρότσι σούπερ μάρκετ δίπλα σε διάδρομο με τρόφιμα», ανέφερε ο κ. Δουκίδης για να συμπληρώσει στη συνέχεια πως όταν διαμορφώνεται η λανθασμένη αντίληψη, οι επιπτώσεις γίνονται αντιληπτές σε βάθος χρόνου κι όχι όταν αυτό συμβαίνει.