Photo by Jim Barton, CC BY-SA 2.0.
Του Βασίλη Γεώργα
Δύο βασικές επιλογές που η μία δείχνει να είναι δυσκολότερη από την άλλη για την ελληνική οικονομία προδιαγράφει η «πολιτική εμπλοκή» ανάμεσα στο Βερολίνο και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για το ελληνικό χρέος.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με «αναγκαστικά μέτρα» ταμειακού και διαρθρωτικού χαρακτήρα. Αυτά θα προκύψουν είτε μέσα από την πιθανή ενεργοποίηση του δημοσιονομικού κόφτη το 2017-2018 αν δεν «βγει» το πρόγραμμα, είτε μέσω της υπογραφής ενός 4ου μνημονίου δημοσιονομικών περικοπών και αλλαγών στη φορολογία όπως το περιγράφει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Στο πιθανό σενάριο που περάσει η γραμμή του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, Wolfgang Schauble, για μετάθεση της εξειδίκευσης των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων στο χρέος, το αφήγημα στο οποίο είχαν χτιστεί οι προσδοκίες ανάκαμψης της Οικονομίας από το 2017 θα κλονιστεί αν δεν καταρρεύσει ολοσχερώς.
Έχουν ήδη σταλεί μηνύματα πως, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ, χωρίς μια θετική έκθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους στο τέλος του έτους, όλη η αλυσίδα προσδοκιών θα κομματιαστεί. Ο «καθαρός διάδρομος» για τους επενδυτές δεν θα ανοίξει, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θα συναντήσει μεγάλες δυσκολίες να εγκρίνει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, περαιτέρω απελευθέρωση στα capital controls θα ανασταλεί, το κόστος δανεισμού θα διατηρηθεί εξωφρενικά υψηλό και οι αγορές θα παραμείνουν κλειστές επί μακρόν τόσο για το ελληνικό δημόσιο, που θέλει να δοκιμάσει την τύχη του το επόμενο καλοκαίρι, όσο κυρίως για τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που καίγονται να αποκτήσουν πρόσβαση σε φτηνή ρευστότητα.
Για την ελληνική οικονομία που έχει βασίσει τις ελπίδες της σε διψήφια άνοδο των επενδύσεων και αύξηση των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης την επόμενη χρονιά, ώστε να επιτύχει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7%, οι στόχοι θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα
Η συνταγή αυτή θα είναι η «τέλεια παγίδα» για να βρεθεί η χώρα αντιμέτωπη με τη ενεργοποίηση του αυτόματου μηχανισμού περικοπής δημοσίων δαπανών (καταναλωτικές δαπάνες, μισθοί, συντάξεις κλπ) από τη στιγμή που ο συνδυασμός των φορολογικών μέτρων ύψους 2,5 δισ. ευρώ την επόμενη χρονιά και χαμηλότερης ανάπτυξης σε σχέση με τις εκτιμήσεις οδηγήσουν τελικά σε εκτροχιασμό του προϋπολογισμού και του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3 δισ. ευρώ ή 1,7% του ΑΕΠ και 3,5% του ΑΕΠ ή 6 δισ. ευρώ το 2018.
Μπορεί οι Ευρωπαίοι εταίροι να εμφανίζονται αισιόδοξοι ότι η Ελλάδα δεν θα έχει κανένα πρόβλημα να πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους του 2017, εντούτοις τόσο ο W. Schauble, όσο και ο αντιπροέδρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδιος για θέματα για το Ευρώ και τον Κοινωνικό Διάλογο, Valdis Dombrovskis (ΦΩΤ.), εμμένουν εμφατικά στην ανάδειξη του «κόφτη» ως ασφαλιστική δικλείδα που θα ενεργοποιηθεί σε περίπτωση αποτυχίας.
Η δεύτερη εναλλακτική που έχει η Ελλάδα είναι να πάρει «λιγότερα» για το χρέος με τη συνδρομή της πίεσης του ΔΝΤ, και σε αντάλλαγμα να δώσει πολλά περισσότερα μέσα από ένα συμπληρωματικό ή νέο μνημόνιο μεταρρυθμίσεων το οποίο θα κληθεί να υπογράψει για να διασφαλίσει νέο δανεισμό από το Ταμείο.
Το ΔΝΤ έχει ήδη ζητήσει καθαρά (Poul Thomsen) να καλυφθεί με συγκεκριμένα μέτρα περικοπής υφιστάμενων συντάξεων, περαιτέρω μείωσης του αφορολόγητου ορίου και κατάργησης φοροαπαλλαγών το τυχόν δημοσιονομικό κενό ανάμεσα στους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% και των δικών του υπολογισμών για 1,5%. Από τη θέση αυτή δεν έχει μετακινηθεί και ούτε φαίνεται πως θα το κάνει εφόσον στόχος του είναι να διασφαλίσει την είσπραξη των δανείων του. Τα μέτρα αυτά που εισηγείται να ληφθούν το ΔΝΤ είναι διαρθρωτικά, αλλά επί της ουσίας έχουν δημοσιονομικές επιπτώσεις που σε μεγάλο βαθμό είναι υφεσιακές. Ανάλογα με τη δόση της συνταγής, αυτή δεν αποκλείεται να είναι βραχυπρόθεσμα ακόμη και θανατηφόρα για μεγάλο μέρος της Οικονομίας.
Η πρακτική της «επικαιροποίησης» που θα συνεχίσει να ισχύει...
Η πρακτική της «επικαιροποίησης» των μνημονίων ώστε σε αυτά να προστίθενται διαρκώς νέα μέτρα ήταν ανέκαθεν η προτιμητέα επιλογή των δανειστών μας και κανείς δεν βλέπει με ποιο τρόπο θα αλλάξει τώρα. Μόλις χθες ο Ευρωπαίος Επίτροπος αρμόδιος για Οικονομικές και Χρηματοδοτικές Υποθέσεις, τη Φορολογία και τα Τελωνεία, Pierre Moscovici (ΦΩΤ.), που θεωρείται εκ των βασικών υποστηρικτών της Ελλάδας στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους (παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συγκαταλέγεται στους πιστωτές), έκανε λόγο για «μια συνολική συμφωνία για τις μεταρρυθμίσεις και παράλληλα για αποφάσεις ελάφρυνσης του χρέους μέχρι το τέλος του έτους». Η τοποθέτηση αυτή ερμηνεύεται από πολλούς ως μια ακόμη ένδειξη ότι στο παρασκήνιο έχει ήδη ανοίξει η συζήτηση για την αναθεώρηση και επέκταση ή την υπογραφή ενός νέου μνημονίου με το ΔΝΤ.
...και το σενάριο της εφάπαξ λύσης που προς το παρών... δεν παίζει
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που θα μπορούσε κανείς να ποντάρει σε ένα τέτοιο σενάριο, με σημαντικότερο ότι, δεδομένων των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών, κανείς στην Ευρώπη δεν είναι πρόθυμος να συναινέσει στην «εφάπαξ» επίλυση του προβλήματος του ελληνικού χρέους. Αυτό θα γίνεται σταδιακά στο μέλλον, μνημόνιο το μνημόνιο, όσο προχωρούν παράλληλα δομικές αλλαγές στην Οικονομία, είτε αυτές έχουν να κάνουν με τη φορολογία και το συνταξιοδοτικό, είτε με το Δημόσιο και την απελευθέρωση των αγορών, είτε με τα θεσμικά θέματα λειτουργίας κλπ.
Στο εσωτερικό και στο εξωτερικό θα βρει κανείς σήμερα πολλούς υποστηρικτές της λογικής «αφήστε την Ελλάδα να βράζει στο καζάνι», είτε ως πολιτική επιλογή απέναντι σε μια χώρα που θα κατέρρεε εκτός Ευρωζώνης, είτε ως μια στρατηγική ώστε συν τω χρόνω η οικονομία να κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές και να αρχίσει να ξαναπροσεγγίζει το βιοτικό επίπεδο των άλλων χωρών. Το ερώτημα είναι πόσο θα αντέξει ακόμη το σαμάρι και ποιος θα κληθεί να το φορτώσει ακόμη περισσότερο πριν φτάσουμε στο απευκταίο Σχέδιο Σόιμπλε, που βρίσκεται στο βάθος του τραπεζιού...