Πάμε για το χειρότερο σενάριο: Και προκαταβολικά νέα μέτρα και πλεονάσματα 3,5%

Πάμε για το χειρότερο σενάριο: Και προκαταβολικά νέα μέτρα και πλεονάσματα 3,5%

Του Βασίλη Γεώργα

Στο δίλημμα μνημόνιο ή Grexit δεν υπάρχει ακόμη κανένα κόμμα διακυβέρνησης που να μπορεί να απορρίψει το πρώτο και να αναλάβει το πολιτικό κόστος για το δεύτερο.

Οι ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχουν μεταλλαχθεί εδώ και πολύ καιρό μια καθαρά μνημονιακή κυβέρνηση που όπως και οι προηγούμενες, αντιλαμβάνεται πως το θέμα δεν είναι αν θα ψηφίσει τα νέα μέτρα που απαιτούν οι δανειστές ως εγγυήσεις κάλυψης του κενού εμπιστοσύνης, αλλά το πώς θα το σερβίρει στους βουλευτές και ψηφοφόρους της. Η εναλλακτική της προσφυγής σε πρόωρες εκλογές βρίσκεται στο τραπέζι αλλά δεν είναι ακόμη το κυρίαρχο σενάριο, ενώ εκείνο της «ρήξης» έχει ήδη καεί από ο δημοψήφισμα του 2015 και απορρίπτεται γιατί εκτός από τα νομικά ζητήματα, αποτελεί προθάλαμο του Grexit.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω έχει ξεκινήσει τα τελευταία 24ωρα αμέσως μετά το Eurogroup, μια εκστρατεία επικοινωνιακής προετοιμασίας της κοινής γνώμης και της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για το περιτύλιγμα του «οδυνηρού συμβιβασμού». Το επιχείρημα που θα κυριαρχήσει τις επόμενες ημέρες είναι ότι «η οικονομία πάει καλά», και συνεπώς ακόμη και αν η κυβέρνηση δεσμευτεί για κάτι περισσότερο από τον ήδη θεσμοθετημένο «κόφτη δαπανών» όπως να λάβει νέα μέτρα για το 2018 με την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμο Πλαισίου 2017-2020 ή το πολυνομοσχέδιο για την αξιολόγηση, αυτά τελικά δεν θα χρειαστεί να ενεργοποιηθούν ποτέ λόγω της υπεραπόδοσης. Με τον επικοινωνιακό αυτό μανδύα έχει ενδυθεί ήδη η ελληνική πρόταση για τον «εμπλουτισμό» του μηχανισμού δημοσιονομικών αποκλίσεων, με εξειδικευμένες περικοπές.

Η δρομολόγηση της περικοπής συντάξεων, της μείωσης του αφορολόγητου και των αλλαγών στα εργασιακά, δείχνει έτσι να είναι αναπόφευκτη. Όσο παράλογη και «αντι-ευρωπαϊκή» ακούγεται για εμάς η προκαταβολική νομοθέτηση τέτοιων μέτρων, για τους δανειστές δεν αποτελεί παρά την ελάχιστη εγγύηση που καλείται να παράσχει η Ελλάδα απέναντι σε κυβερνήσεις και διεθνείς ή ευρωπαϊκούς θεσμούς οι οποίοι βάλλονται εκ των έσω από λαϊκίστικες και ακροδεξιές δυνάμεις που αμφισβητούν ανοιχτά πλέον την συνέχιση της χρηματοδότησης του ελληνικού προγράμματος.

Υπό το πρίσμα αυτό δείχνει περισσότερο παράλογη η στρατηγική της κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία μπορεί η χώρα να αποκομίσει περισσότερα οφέλη παρατείνοντας τις διαπραγματεύσεις και απειλώντας με εκλογές ή δημοψήφισμα ώστε το ελληνικό πρόβλημα να αποτελέσει αντικείμενο αντεγκλήσεων στον πολιτικό κύκλο των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών οικονομιών.

Αν κλείσει το παράθυρο ευκαιρίας της 20ης Φεβρουαρίου και δεν έχουν ληφθεί τελεσίδικες αποφάσεις το αργότερο ως το Πάσχα, οικονομικοί αναλυτές πιστεύουν πως δεν θα μιλάμε μόνο για νέα μέτρα αλλά για πλήρη κατάρρευση των στόχων του προγράμματος. Και τότε κατά συνέπεια θα ξεκινήσουμε να συζητούμε ανοιχτά είτε για την ανάγκη παράτασης του τρίτου μνημονίου με χειρότερους όρους εφόσον θα είναι αδύνατον η Ελλάδα να δανειστεί από τις αγορές το 2018, είτε άμεσης δρομολόγησης νέου-4ου μνημονίου για το οποίο ήδη μιλά εμμέσως το ΔΝΤ.

Το πρόβλημα είναι πως αυτή τη φορά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη μετά τις εκλογές στην Ολλανδία, την Γαλλία και τη Γερμανία θα επιτρέψει στους πιστωτές να ανανεώσουν τη χρηματοδοτική τους συνδρομή προς την Ελλάδα.

Ήδη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο -με το οποίο η χώρα μας θα υπογράψει ούτως ή άλλως ξεχωριστό μνημόνιο εφόσον συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα- μιλά ανοικτά για αναθεώρηση του προγράμματος τόσο σε ότι αφορά τους χρονικούς στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% και τη ρύθμιση του χρέους, όσο και για την παλέτα των μεταρρυθμίσεων που θεωρεί αναγκαίο να εφαρμοστούν στο φορολογικό, το συνταξιοδοτικό, την απελευθέρωση αγορών, τα κόκκινα δάνεια κλπ.

Η συμβολή, παράλληλα του ΔΝΤ στην προσπάθεια που γίνεται ώστε να αποσαφηνιστεί από τώρα το είδος και η έκταση των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων για τη μείωση του χρέους που έχουν προγραμματιστεί για το 2018, παραμένει πολύ σημαντική. Οι πληροφορίες που διέρρευσαν μετά τις συναντήσεις Lagarde – Schaeuble στο Νταβός και τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις στο Eurogroup της περασμένης εβδομάδας, υποστηρίζουν πως η Γερμανία συζητά πλέον το αίτημα να δοθούν ισχυρές γραπτές διαβεβαιώσεις από τα κράτη μέλη ότι η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους θα προχωρήσει από 2018. Ο ίδιος ο πρόεδρος του Eurogroup Jeroen Dijsselbloem άφησε να εννοηθεί ότι υπάρχει ελαστικότητα για τον χρόνο δέσμευσης της Ελλάδας στα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ και συνεπώς ανάλογες προσαρμογές προς τα πάνω ή προς τα κάτω στο σχέδιο ελάφρυνσης χρέους που θα αποφασιστεί.

Από την άλλη είναι προφανές πως παρερμηνεύεται από πολλούς στο εσωτερικό η πίεση του ΔΝΤ για μεγάλη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και αναθεώρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων ώστε να διασφαλιστεί η εξυπηρέτηση του χρέους και η επιτυχία του ελληνικού προγράμματος.

Το Ταμείο θα ήθελε «ιδανικά» μεγάλη διαγραφή χρεών και πιο λογικά πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος δεκαετιών, όμως δείχνει πως έχει ήδη αποδεχθεί τη θέση του Eurogroup για τον στόχο του 3,5% «μεσοπρόθεσμα», και η όλη η συζήτηση για την συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα εξαντλείται στα δημοσιονομικά και αναπτυξιακά μέτρα που θα λάβει η Ελλάδα για να διασφαλίσει την επίτευξή τους.

Συνεπώς ας μην έχουμε μεγάλες αυταπάτες. Στο λιγότερο κακό σενάριο (μετά από αυτό της ασφυξίας και του Grexit) που βρίσκεται μπροστά μας, η κυβέρνηση (αυτή ή μια επόμενη) θα κληθεί να δεχτεί και προκαταβολικά δημοσιονομικά μέτρα, και πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, και ένα μακροσκελή κατάλογο διαρθρωτικών αλλαγών μέχρι να πείσει ότι μπορεί να τα καταφέρει με άλλους τρόπους εκτός από το να βάζει φόρους και να εξαντλεί την οικονομία.