Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Την ώρα που οι προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας υποβαθμίζονται από διεθνείς οργανισμούς και επενδυτικές τράπεζες, τα πρώτα στοιχεία για τις επιδόσεις στους πρώτους μήνες του 2019 είναι άκρως αρνητικά. Η σημαντική οικονομική επιβράδυνση στην Ευρώπη επηρεάζει ήδη την Ελλάδα και αρχίζει να επιβεβαιώνει τους φόβους αναλυτών, όπως της Citi και της Capital Economics, για χαμηλότερη ανάπτυξη φέτος (1,5%) και την επόμενη διετία (περίπου 0,6%).
Κι αν οι προειδοποιήσεις του Γιάννη Στουρνάρα και Ευρωπαίων αξιωματούχων αφήνουν αδιάφορο τον πρωθυπουργό και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, τα πραγματικά στοιχεία για την οικονομία είναι απογοητευτικά. Τα στοιχεία για τις εξαγωγές, το λιανεμπόριο και τη βιομηχανική παραγωγή δείχνουν ότι η μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 1,9% το 2018 ήταν χωρίς ουσία και χωρίς συνέχεια.
Και αυτό γιατί οι ελληνικές εξαγωγές, οι οποίες είχαν την υψηλότερη συνεισφορά στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2018, προβλέπεται ότι θα επιβραδύνουν το 2019. Βάσει των εαρινών προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πραγματικός ρυθμός μεταβολής των ελληνικών εξαγωγών εκτιμάται στο 4,7% το 2019 από 8,7% το 2018.
Στην περίπτωση που επαληθευτεί αυτό το σενάριο, τότε η συνεισφορά των εξαγωγών στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης θα συρρικνωθεί στις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες από 2,8 ποσοστιαίες μονάδες πέρυσι. Που σημαίνει ότι η οικονομία θα πρέπει να βρει άλλες πηγές ώθησης, αλλιώς κινδυνεύουμε πράγματι με σημαντική επιβράδυνση.
Όπως σημειώνεται σε σχετική ανάλυση της Eurobank Research, ο κύριος ερμηνευτικός παράγοντας για την προβλεπόμενη μείωση του ρυθμού αύξησης των ελληνικών εξαγωγών είναι η εκτιμώμενη πτώση του ρυθμού ενίσχυσης των εισοδημάτων σε χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει στενές εμπορικές σχέσεις (π.χ. το 2018 η ΕΕ-28 απορρόφησε το 52,8% των ελληνικών εξαγωγών εμπορευμάτων ή το 67,7% εξαιρουμένων των κατηγοριών των ορυκτών καυσίμων και λιπαντικών και των πλοίων, πλοιαρίων και πλωτών κατασκευών).
Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών εμπορευμάτων ενισχύθηκε στο α' τρίμηνο του 2019 κατά 3,6%, όταν στο δ' τρίμηνο του 2018 είχε ενισχυθεί κατά 7,8%, εμφανίζοντας επιβράδυνση της τάξης των 230 εκατ. ευρώ. Η επιβράδυνση οφείλεται κατά κύριο λόγο στις κατηγορίες εμπορευμάτων όπως λάδια και λίπη ζωικής ή φυτικής προέλευσης, βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κυρίως κατά πρώτη ύλη και μηχανήματα και υλικό μεταφορών.
Στο μεταξύ, ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής επιβραδύνθηκε το α' τρίμηνο του 2019, καθώς αυξήθηκε κατά 1,3%, έναντι 1,7% στο αντίστοιχο περσινό διάστημα. Η εν λόγω επιβράδυνση προήλθε από την επίδοση των τομέων των μεταποιητικών βιομηχανιών και των ορυχείων και λατομείων. Σε όρους τριμηνιαίας μεταβολής, ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής ενισχύθηκε κατά 0,3% το 1ο τρίμηνο 2019 από 0,7% το 4 ο τρίμηνο 2018.
Ένα ακόμα αρνητικό στοιχείο προκύπτει από τον κλάδο του λιανικού εμπορίου, καθώς οι πωλήσεις κινήθηκαν πτωτικά υποδεικνύοντας ότι η ιδιωτική κατανάλωση, αντί να εμφανίσει σημαντική αύξηση στο α' τρίμηνο λόγω των προεκλογικών παροχών, δεν αποκλείεται να παρουσιαστεί στάσιμη.
Οι πωλήσεις – σε σταθερές τιμές – στον τομέα του λιανικού εμπορίου κινήθηκαν πτωτικά το πρώτο δίμηνο του τρέχοντος έτους. Συγκεκριμένα, ο δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά -2,9%. Επιπρόσθετα, σε σύγκριση με το δίμηνο Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2018 ο δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο συρρικνώθηκε κατά -2,3%. Η εν λόγω αρνητική επίδοση προήλθε κυρίως από τις κατηγορίες καταστημάτων όπως μεγάλα καταστήματα τροφίμων (super markets), πολυκαταστήματα, τρόφιμα, ποτά και καπνός, φαρμακευτικά και καλλυντικά και ένδυση και υπόδηση.
Όπως επισημαίνει η Eurobank, λαμβάνοντας υπόψη την ισχυρή θετική συσχέτιση που υπάρχει ανάμεσα στον δείκτη όγκου λιανικού εμπορίου και την ιδιωτική κατανάλωση, η πτώση της πρώτης μεταβλητής δημιουργεί ερωτηματικά για την επίδοση της τελευταίας το α' τρίμηνο 2019.