Η Ελλάδα κάνει μεταρρυθμίσεις, είναι πειθαρχημένη δημοσιονομικά και έχει μπροστά της ένα τεράστιο σχέδιο επενδύσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Αν συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο, τότε η επενδυτική βαθμίδα είναι θέμα λίγου χρόνου. Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει η DBRS μέσω της αναβάθμισης του ελληνικού αξιόχρεου σε ΒΒ (high) που είναι το τελευταίο σκαλοπάτι πριν την κορυφαία κατηγορία πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Οι μεταρρυθμίσεις, η δημοσιονομική πειθαρχία και οι επικείμενες επενδύσεις, είναι οι παράγοντες που ενισχύουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, καθησυχάζουν τους επενδυτές σε περιόδους κρίσης και αποτελούν εχέγγυα για ακόμη καλύτερα αποτελέσματα στο μέλλον, φέρνοντας πιο κοντά την επενδυτική βαθμίδα. Αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, η DBRS αναμένεται να δώσει στην Ελλάδα το investment grade στις αρχές του 2023.
Με την απόφασή της το βράδυ της Παρασκευής, ο καναδικός οίκος που εξαγοράστηκε το 2019 από την αμερικανική Morningstar, «ισοφάρισε» τη Scope Ratings. Τον γερμανικό οίκο που δίνει από τον περασμένο Σεπτέμβριο την υψηλότερη αξιολόγηση αλλά δεν λαμβάνεται υπόψη από την ΕΚΤ. Αυτό μπορεί να αλλάξει γιατί η Scope έχει υποβάλει εδώ και χρόνια το σχετικό αίτημα στην ΕΚΤ και φέτος αναμένεται να λάβει το πράσινο φως.
Η ελληνική οικονομία βαθμολογείται πλέον με το αντίστοιχο του BB+ από DBRS και Scope, με BB από S&P και Fitch, ενώ η Moody’s είναι ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα. Επομένως, για την αναβάθμιση στην πολυπόθητη «επενδυτική βαθμίδα» χρειάζεται είτε μία ακόμη αναβάθμιση από την DBRS, είτε διπλή αναβάθμιση από S&P και Fitch. Υπάρχει και ένα άλλο σενάριο. Να δώσει η Scope πρώτη στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα και στην πορεία να γίνει αποδεκτή από την ΕΚΤ. Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο στόχος μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί στο πρώτο εξάμηνο του 2023.
Τι περιμένει η DBRS για να μας αναβαθμίσει; Να συνεχιστεί η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που δίνουν ώθηση στις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης ή/και να παραμείνει το ελληνικό δημόσιο προσηλωμένο στη δημοσιονομική πειθαρχία που συντηρεί το χρέος σε πτωτική τροχιά ως ποσοστό του ΑΕΠ. Είναι ακριβώς οι ίδιες προϋποθέσεις που έθετε και τον Σεπτέμβριο του 2021 όταν αναβάθμιζε το ελληνικό αξιόχρεο σε BB.
Αυτό που άλλαξε στο μεσοδιάστημα και… ανάγκασε την DBRS να προχωρήσει σε αναβάθμιση ήταν το γεγονός ότι η ανάπτυξη ξεπέρασε κάθε προσδοκία φτάνοντας στο 8,3% και δείχνοντας ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να αποτελέσει τη θετική έκπληξη.
Όσο για τις αβεβαιότητες, μόνο λίγες δεν είναι, με βασικότερη τις παγκόσμιες οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Η ποιότητα ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι μία δεύτερη αβεβαιότητα, καθώς και ο βαθμός στον οποίο η ΕΚΤ θα συνεχίσει να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα σε καταστάσεις αναταράξεων. Επειδή όμως, αφενός το θέμα των κόκκινων δανείων είναι πλέον διαχειρίσιμο και αφετέρου η ΕΚΤ έχει δεσμευθεί να στηρίξει τους ελληνικούς τίτλους έως το 2024, η μοναδική αβεβαιότητα που απειλεί την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας είναι οι επιπτώσεις του πολέμου.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε να ενισχύσει σημαντικά τις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν πολύ αρνητικά την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Επίσης, η DBRS επισημαίνει ότι παρά το γεγονός πως από τη ρωσική αγορά προέρχεται μόλις το 2% των τουριστικών αφίξεων στην Ελλάδα, η πλήρης ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου που αναμενόταν για φέτος, ενδέχεται να μετατεθεί χρονικά εξαιτίας των γεωπολιτικών αναταράξεων και του υψηλού ενεργειακού κόστους, ρίχνοντας μία σκιά στο outlook του 2022.
Στον αντίποδα, υπάρχει η υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, με την DBRS να εκτιμά ότι μέσω της εφαρμογής του «Ελλάδα 2.0» μπορεί να δημιουργηθούν 180-200 χιλ. νέες μόνιμες θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με τον οίκο, η αξιοποίηση των πόρων σε συνδυασμό με τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων θα βελτιώσουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας.