Μετά την ελεύθερη πτώση της μητέρας των αγορών S&P κατά 36% από τα υψηλά της και την κάλυψη του 49,5% των συνολικών απωλειών, έχει ξεκινήσει η ακαδημαϊκή συζήτηση για το αν είδαμε ή όχι τα χαμηλά.
Από τεχνικής πλευράς τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Η ποιότητα της τρέχουσας αντίδρασης θα αποκαλύψει την συνέχεια. Αν η αγορά μετατρέψει εφεξής σε στήριξη τις 2640 μονάδες, μπορούμε να ευελπιστούμε. Αν σπάσει δε η μητέρα των αγορών τις 3045 μονάδες –ενδιάμεσες αντιστάσεις οι 2828 και οι 2985 μονάδες - θα είμαστε ακόμα πιο αισιόδοξοι. Σε κάθε περίπτωση, η αδυναμία να κρατηθεί ανέπαφη η στήριξη των 2640 μονάδων θα οδηγήσει σε αυξημένες πιθανότητες η επαναπροσέγγιση των 2170 μονάδων να συνοδευτεί με καθοδική διάσπαση.
Η λογική προτάσσει πάντως ότι η διάρκεια και το βάθος αυτής της bear market, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την καμπύλη της επιδημίας, τα επόμενα επιδημικά κύματα και τον χρόνο μαζικής διάθεσης ενός αποτελεσματικού αντιικού φαρμάκου και εμβολίου, που θα προσφέρουν την πολύτιμη ορατότητα για την επαναφορά όλων μας στην τόσο πολύτιμη -κατόπιν εορτής εως συνήθως -καθημερινότητας μας.
Τι εκτιμά η στατιστική
Κάποιοι προσπαθούν να βρουν απαντήσεις μέσα από την στατιστική, τον μαγικό κλάδο των εφαρμοσμένων μαθηματικών που οι ρίζες του ξεκίνησαν το 1348, όταν ξεκίνησαν οι καταγραφές θανάτων από την πανώλη, την φοβερή ασθένεια που κράτησε τέσσερις αιώνες.
Το 1620 ο Άγγλος έμπορος Τζον Γκράουντ ξεκίνησε πρώτος τη δειγματοληπτική έρευνα σε οικογένειες του Λονδίνου όπου και διαπίστωσε ότι για κάθε 88 άτομα αντιστοιχούσαν τρεις θάνατοι. Από το στοιχείο αυτό και χρησιμοποιώντας τους εν λόγω καταλόγους που έδιναν 13.200 θανάτους, εκτιμήθηκε ότι ο πληθυσμός του Λονδίνου το 1620 αριθμούσε 387.000 κατοίκους. Έτσι, πολλοί επιστήμονες θέτουν αφετηρία της Στατιστικής το έτος 1663, με την έκδοση του βιβλίου Φυσικές και Πολιτικές παρατηρήσεις της Θνησιμότητας του John Graunt.
Καταφεύγοντας λοιπόν στη στατιστική, ο επικεφαλής αναλυτής παγκόσμιων μετοχών της Goldman Sachs, Peter Oppenheimer, μελέτησε 27 bear markets από το 1800. Βρήκε λοιπόν πως ο μέσος όρος πτώσης είναι 38% και πως κατά μέσο όρο χρειάστηκαν 60 μήνες για να επιστρέψουν οι αμερικανικές μετοχές στην προηγούμενη κορυφή τους.
Όμως αυτός είναι ο μέσος όρος...Υπάρχουν και οι στατιστικές παρατηρήσεις για τα διάφορα είδη bear market.
Οι «διαρθρωτικές» bear markets, προκαλούνται από βαθιές οικονομικές ανισορροπίες και χρηματοπιστωτικές φούσκες που σκάνε. Κατά μέσο όρο έχουν παρουσιάσει μια πτώση 57%, ενώ οι αγορές χρειάστηκαν 111 μήνες για να επιστρέψουν στην προηγούμενη κορυφή τους.
Οι «κυκλικές» bear markets, όπου τα αυξανόμενα επιτόκια περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα και πιέζουν τα εταιρικά κέρδη, συνήθως οδηγούν σε πτώση 31% από την κορυφή ενώ ο χρόνος ανάκαμψης είναι κατά μέσο όρο στους 50 μήνες.
Τέλος, οι bear markets που καθοδηγούνται από διάφορα γεγονότα –event driven- όπως ένας πόλεμος, μια εκτίναξη στις τιμές του πετρελαίου, μια κρίση στις αναδυόμενες αγορές, ή μια οικονομική καταστροφή όπως ήταν το κραχ τη Μαύρης Δευτέρας, οδηγούν σε μια πιο μέτρια πτώση της τάξης του 29% κατά μέσο όρο και διαρκούν μόλις 9 μήνες.
Μια παγκόσμια πανδημία, στο σημείο του οικονομικού κύκλου που αυτή λαμβάνει χώρα, σε ποιό από τα παραπάνω είδη bear market εντάσσεται; Μήπως το « γεγονός» -η εμφάνιση του Covid-2019 – απογυμνώσει τις βαθιές ανισορροπίες του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος; Θα μπορέσει η πλημμυρίδα ρευστότητας από τις Κεντρικές Τράπεζες να καλύψει την τεράστια ύφεση που επωάζεται;
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμια περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες
Μέρος του άρθρου δημοσιεύεται στον Φιλελεύθερο που κυκλοφορεί το Σαββατοκύριακο 10-11 Μαρτίου