Του Γιώργου Φιντικάκη
Πανηγυρίζουμε αλλά μάλλον γι' αυτά που πετυχαίνουν οι άλλοι. Τα πάνω από 1 δισ. ευρώ ξένων κεφαλαίων που, όπως είπε χθες ο Πρωθυπουργός από τις εγκαταστάσεις του Παπαστράτου, εισήλθαν τους τελευταίους μήνες στην οικονομία, δεν στοιχειοθετούν λόγους πανηγυρισμού, καθώς ωχριούν μπροστά στα αντίστοιχα ποσά που έχουν καταφέρει να προσελκύσουν οι εταίροι και ανταγωνιστές μας.
Τα νούμερα έχουν ως εξής. Διαβάζοντας την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για το πρώτο τρίμηνο του 2017, προκύπτει ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα ανήλθαν σε 1,14 δισ. ευρώ. Πέρυσι δε, ολόκληρη η χρονιά είχε κλείσει στα 3,1 δισ. ευρώ.
Το ενδιαφέρον δεν είναι όμως τι κάναμε εμείς, αλλά τι έκαναν οι άλλοι, και συγκεκριμένα χώρες με ΑΕΠ κοντά στα ελληνικά δεδομένα, όπως για παράδειγμα η Πορτογαλία. Στο πρώτο λοιπόν τρίμηνο του 2017 οι Πορτογάλοι προσέλκυσαν 2,4 δισ. ευρώ άμεσες ξένες επενδύσεις, ενώ για όλο το 2016 η επίδοσή τους ανήλθε στα 6 δισ. ευρώ.
Ακολουθούν και οι επιδόσεις των υπόλοιπων χωρών-μελών της ευρωζώνης. Στο πρώτο τρίμηνο του 2017, η Ιταλία προσέλκυσε 2,1 δισ. ευρώ άμεσων ξένων επενδύσεων, η Τσεχία 2,3 δισ. ευρώ, η Ουγγαρία 2,8 δισ. ευρώ, η Πολωνία 3,7 δισ. ευρώ, η Ιρλανδία 9,2 δισ. ευρώ, η Γερμανία 5,9 δισ. ευρώ, η Γαλλία και η Ισπανία από 15 δισ. ευρώ καθεμία, η Ολλανδία 25 δισ. ευρώ, κ.ο.κ. Στο σύνολό της η Ευρωπαϊκή Ένωση, προσέλκυσε κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, σχεδόν 100 δισ. ευρώ ξένων επενδύσεων.
Σαν πρώτη παρατήρηση θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ευρωζώνη διανύει μια θετική περίοδο κατά την οποία βρέχει χρήματα, παρ'' όλα αυτά όμως οι ποιοτικοί επενδυτές σαν εκείνους που οραματίζεται η ελληνική κυβέρνηση ότι μπορεί να προσελκύσει μέσα από συμπράξεις με το Δημόσιο και πενιχρά αναπτυξιακά κίνητρα, δεν έχουν ακόμη κίνητρο να έρθουν.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι χθεσινές δηλώσεις Τσίπρα περί αύξησης των επενδύσεων ειδικά μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης – είπε μάλιστα ότι «στο δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου είχαμε τριπλασιασμό»- δεν αντέχουν σε κριτική. Τα ποσά που επικαλείται, ωχριούν μπροστά σε αυτά που θα έπρεπε να προσελκύει η ελληνική οικονομία, προκειμένου να καλύψει το κενό της αποεπένδυσης στα χρόνια της κρίσης.
Ούτε είναι τυχαίο ότι παρά τις προσδοκίες που καλλιεργούνται κάθε φορά που ένας ξένος ηγέτης, βεληνεκούς Μακρόν, μας επισκέπτεται, το αποτέλεσμα στο καλάθι των επενδύσεων είναι δυσανάλογα μικρό. Το είδαμε με τον Hollande το 2015, το ξαναείδαμε με τον Obama το 2016, δίχως αυτό να μειώνει την αξία του ταξιού του που έδειξε ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που εξακολουθεί να ενδιαφέρει τις ΗΠΑ. Το «μυστικό» βρίσκεται στην «εμπιστοσύνη», στη θέσπιση κανόνων στο παιχνίδι, και στη διαφάνεια, παράγοντες που συνεχίζουν να απουσιάζουν από το οικονομικό περιβάλλον της χώρας.
Το 2022 θα επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν το 2011
Αυτός είναι και ο λόγος που το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα θα παρουσιάσουν μικρή μόνο αύξηση, και από το 9,8% του ΑΕΠ το 2016, θα ανέλθουν στο 14,1% του ΑΕΠ το 2022.
Αλλά στο ίδιο διάστημα, οι επενδύσεις στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Περιφέρεια αναμένεται κατά το ΔΝΤ, να κινηθούν πολύ υψηλότερα. Ήτοι, προβλέπεται να φτάσουν το 2022 στο 18,6% του ΑΕΠ στην Πορτογαλία και στο 20,9% του ΑΕΠ στην Ισπανία.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι το 2022, θα μιλάμε για μια τουλάχιστον χαμένη 11ετία. Ο λόγος είναι ότι η τελευταία φορά που είχαμε δει επενδύσεις αντίστοιχες με αυτές που προβλέπει για την Ελλάδα το ΔΝΤ για το 2022, ήταν το 2011!
Ακόμα και αν κλείσει γρήγορα η επόμενη αξιολόγηση, είναι λάθος να περιμένει κανείς θαύματα στον τομέα των επενδύσεων επειδή δύσκολα οι επενδυτές θα τοποθετήσουν τα κεφάλαια τους σε μια οικονομία που ακόμα και σήμερα παραμένει σχετικά μη ανταγωνιστική.
Πράγματι, ο δείκτης ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum ο οποίος λαμβάνει υπόψιν του το επίπεδο θεσμών, την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, την ποιότητα των εναέριων, θαλάσσιων και χερσαίων υποδομών, καθώς και τον χρόνο που χρειάζεται για να ξεκινήσει κάποιος μια καινούργια επιχείρηση, μας κατατάσσει για το 2016-2017, μόλις στην 86η θέση μεταξύ 138 κρατών. Βρισκόμαστε δηλαδή, στην ίδια θέση με την Αλγερία και τις Ονδούρες και πολύ χαμηλότερα από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Περιφέρεια.
Μάλιστα, ως προς την ικανότητα να διατηρούμε το ταλέντο στη χώρα, η έρευνα μας κατατάσσει στην 124η θέση επί συνόλου 238 κρατών, αφού είμαστε από τους πρωταγωνιστές στο brain drain.