Λίγοι μήνες έμειναν για να αρχίσουν να εισρέουν στην ελληνική οικονομία οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και η αγορά στρέφει το βλέμμα στα 13 δισ. ευρώ που θα δοθούν για την υλοποίηση επιχειρηματικών σχεδίων που συνολικά θα φτάσουν σε διπλάσιο ύψος, ήτοι στα 26 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της ιδιωτικής συμμετοχής και των τραπεζικών δανείων.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο και πιο «ανοιχτό» πρόγραμμα τόνωσης της πραγματικής οικονομίας που έχει υλοποιηθεί στη σύγχρονη ιστορία. Ένα πρόγραμμα που δεν έχει χρονικό περιορισμό, υπό την έννοια της ημερομηνίας έναρξης και λήξης (απλά οι πόροι θα πρέπει να έχουν διατεθεί έως το 2026), ούτε όμως και «φωτογραφίζει» συγκεκριμένους κλάδους ή/και συμφέροντα.
Τα χρήματα θα δοθούν σε όποιες επιχειρήσεις είναι έτοιμες και κριθούν επιλέξιμες. Σε εκείνες δηλαδή που διαθέτουν επενδυτικό σχέδιο, ικανό ποσοστό ιδίων κεφαλαίων, περνάνε από την κρησάρα της συμβουλευτικής εταιρείας που θα επιλέξει το δημόσιο αλλά και από τον έλεγχο των τραπεζών (στην περίπτωση που υπάρχει τραπεζικός δανεισμός).
Αν, λοιπόν, μία επιχείρηση μπορεί να βάλει το 20% του συνολικού ύψους της επένδυσης και ταυτόχρονα δύναται να εξασφαλίσει το 30% είτε μέσω τραπεζικού δανεισμού είτε μέσω άλλης πηγής χρηματοδότησης όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) ή η EIB, καθίσταται αυτομάτως υποψήφια για να χρηματοδοτήσει το υπόλοιπο 50% το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που αναμένεται να προκαλέσει… συνωστισμό στην πόρτα του Ταμείου Ανάκαμψης, είναι ότι για να δοθούν τα 13 δισ. ευρώ θα εφαρμοστεί το λεγόμενο σύστημα «fifo» (first in – first out). Στόχος είναι να μην υπάρξουν καθυστερήσεις στη διαδικασία. Με βάση το εν λόγω σύστημα οι επιχειρήσεις που θα προλάβουν να καλύψουν τις σχετικές απαιτήσεις θα πάρουν τα χρήματα. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα περιμένουν να κλείσει το πρόγραμμα, όπως γίνεται με άλλες ευρωπαϊκές δράσεις, να τελειώσουν οι αξιολογήσεις και να ελεγχθούν τυχόν ενστάσεις.
Οποιαδήποτε επιχείρηση, είτε είναι μικρή, μεσαία ή μεγάλη, καταθέσει έγκαιρα έναν ολοκληρωμένο φάκελο και κριθεί ότι πληροί τα κριτήρια, θα πάρει τα χρήματα για να προχωρήσει αμέσως στην επένδυση.
Μέσω αυτής της διαδικασίας ο αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός, Θόδωρος Σκυλακάκης, επιδιώκει να επιτύχει ένα επενδυτικό «σοκ» που θα ξεκολλήσει την ελληνική οικονομία από το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο επενδύσεων που εμποδίζει την ανάπτυξη τα τελευταία 10 χρόνια. Η ομαλή υλοποίηση του σχεδίου είναι κρίσιμη για να καταφέρει το ελληνικό ΑΕΠ να τρέξει με ρυθμό άνω του 4,8% που προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός του 2021 και να καλυφθεί μεγαλύτερος μέρος από το χαμένο έδαφος του 2020.
Μία άλλη πτυχή του σχεδίου διάθεσης των 13 δισ. ευρώ σχετίζεται με την ικανότητα των ελληνικών επιχειρήσεων να δανειστούν αλλά το κόστος χρηματοδότησης το οποίο όπως είναι γνωστό είναι πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Οι ελληνικές τράπεζες προτείνουν τη δημιουργία ενός συστήματος διοχέτευσης των πόρων του Ταμείου στην οικονομία, μέσω των τραπεζών και οι πληροφορίες θέλουν το υπουργείο Οικονομικών να εξετάζει την πρόταση.
Όσο οι ελληνικές επιχειρήσεις να λαμβάνουν κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης και θα υλοποιούνται οι επενδύσεις, τόσο θα αποκαθίσταται το επενδυτικό κλίμα και η μείωση του κόστους δανεισμού θα περνάει σταδιακά στο σύνολο της οικονομίας.
Τέλος, η κάλυψη του επενδυτικού κενού είναι ταυτόχρονα με την ομαλή απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης. Το ελληνικό σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης έχει λάβει υπόψη του την έκθεση Πισσαρίδη, στην οποία επισημαίνεται η υστέρηση των παγίων εταιρικών επενδύσεων στην Ελλάδα. Ακόμη και το 2019, σε περιβάλλον ενίσχυσης των επενδύσεων, οι επενδύσεις στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν κάτω από το μισό του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ως ποσοστό του ΑΕΠ.