Του Γιώργου Φιντικάκη
Το 3% των κορυφαίων επιστημόνων στον κόσμο είναι Έλληνες και στη συντριπτική τους πλειονότητα ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό. Και αυτό, από μια χώρα που αποτελεί το 0,15% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Την ίδια όμως στιγμή, η Ελλάδα βρίσκεται στην 35η θέση στον δείκτη του Bloomberg με τις 60 πιο καινοτόμες χώρες του πλανήτη, χάνοντας συνεχώς θέσεις και με τον αριθμό των νέων τεχνολογιών και τεχνικών μεθόδων να είναι ο μικρότερος στην Ευρώπη, παρ'' ότι αυτές αποτελούν διαβατήριο για το τρένο της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Αυτές οι εικόνες με τις «δύο Ελλάδες», τη μία που διαπρέπει στο εξωτερικό και την άλλη που παίζει κατενάτσιο στο εσωτερικό, θεωρώντας πολιτικά ορθή τη μη σύνδεση της έρευνας με την ανάπτυξη, δείχνουν γλαφυρά την κατάσταση που επικρατεί.
Είναι όμως και απολύτως ενδεικτικές, όπως ανέφερε πρόσφατα ο υπ. Ανάπτυξης Αδ. Γεωργιάδης, από τη μία, της δουλειάς που γίνεται σε κάποια ελληνικά ΑΕΙ και από την άλλη των προοπτικών που υπάρχουν, καθώς σήμερα απουσιάζει παντελώς η σύνδεση της ακαδημαϊκής παραγωγής με την πραγματική οικονομία, όπως αλλού στην Ευρώπη, όπου μέχρι και τα 2/3 της ανάπτυξης προέρχονται από την έρευνα και την τεχνολογία.
Κι όμως, τελευταίως κάτι αρχίζει να κινείται. Αργά και βασανιστικά η Ελλάδα αρχίζει να μπαίνει στο μικροσκόπιο ξένων ομίλων, όπως δείχνουν πέντε σημαντικές επενδυτικές πρωτοβουλίες. Η αμερικανική φαρμακοβιομηχανία Pfizer ανακοίνωσε τη δημιουργία κέντρου ψηφιακής τεχνολογίας, τεχνητής νοημοσύνης και ανάλυσης μεγάλου όγκου δεδομένων (big data/analytics) στη Θεσσαλονίκη.
Η επίσης αμερικανική Cisco εμφανίζεται πρόθυμη να επενδύσει 10-12 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία ενός κέντρου καινοτομίας στη Θεσσαλονίκη, αρκεί η κυβέρνηση να της εξασφαλίσει επαρκείς εγκαταστάσεις. Η Ernst & Young ανακοίνωσε συνεργασία με το Εργαστήριο Τεχνολογίας Γνώσεων & Λογισμικού του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, για τη δημιουργία κέντρου αριστείας στην τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence center of excellence).
Στο τεχνολογικό πάρκο Ηπείρου, έχει ήδη εγκατασταθεί η γερμανική πολυεθνική P&I, ενώ η επίσης γερμανική Team Viewer, με το ομώνυμο λογισμικό για απομακρυσμένο έλεγχο, έχει ήδη ανακοινώσει την πρόθεσή της να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα, με επίκεντρο τα Ιωάννινα.
Τέλος, μια ελληνική εταιρεία, η Pharmathen, προχωρά στη δημιουργία δεύτερης μονάδας στις Σάπες Ροδόπης, ύψους 50 εκατ. ευρώ, για παραγωγή ενέσιμων φαρμάκων, βραδείας αποδέσμευσης, κατηγορία που αναπτύχθηκε ερευνητικά από την ίδια τη φαρμακοβιομηχανία. Τα παραδείγματα θα έλεγε κάποιος ότι είναι λίγα, δεν φτάνουν για να μπει η Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη της καινοτομίας και να ανέβει θέση στον σχετικό δείκτη του Bloomberg. Δείχνουν ωστόσο μια κινητικότητα.
Επενδύσεις με ΣΔΙΤ, συνεργασία με το υπ. Άμυνας
Στη λογική αυτή δρομολογείται, όπως ανέφερε πρόσφατα ο αρμόδιος υφυπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Χρ. Δήμας, που έχει υπό την εποπτεία του το χαρτοφυλάκιο της έρευνας, η δημιουργία μέσω ΣΔΙΤ δύο Κέντρων Καινοτομίας (Innovation Districts), για τα οποία έχουν ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον σημαντικοί παίκτες από Ελλάδα και εξωτερικό.
Στόχος και των δύο projects είναι να συνδεθούν μεταξύ τους τα τμήματα R&D μεγάλων επιχειρήσεων, με ερευνητικά κέντρα, επιτυχημένες startup και πρώιμες νεοφυείς επιχειρήσεις, που κάνουν τώρα τα πρώτα τους βήματα. Στις επιχειρήσεις που θα μπουν σ' αυτά τα κέντρα καινοτομίας αναμένεται να δοθούν σημαντικά κίνητρα ανάπτυξης, όπως φορολογικά και μισθολογικά, προκειμένου να προσελκύσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερους παίκτες.
Επίσης ο υπ. Εθνικής Άμυνας, όπως έχει ήδη ανακοινώσει, βρίσκεται σε επαφές με τον Χρ. Δήμα για την αναβάθμιση της συνεργασίας των ερευνητικών κέντρων με το στράτευμα και την κάλυψη εξειδικευμένων αναγκών του από εγχώριους καινοτόμους επιστήμονες, ιδιαίτερα στον κρίσιμο τομέα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Σύμφωνα πάντως με τους υπολογισμούς του υπ. Ανάπτυξης και Επενδύσεων που παρουσίασε πρόσφατα ο Χρ. Δήμας, μόλις το 4,39% του προϋπολογισμού των εγχώριων ερευνητικών κέντρων είναι σήμερα ιδιωτικά κεφάλαια. Το 95,6% προέρχεται από δημόσιους πόρους.
Το ποσοστό αυτό που αφορά ιδιωτικούς πόρους γίνεται προσπάθεια να αυξηθεί, ενώ στις κυβερνητικές προθέσεις είναι να δημιουργηθεί στο πλαίσιο της ΔΕΘ το πρώτο διεθνές roadshow ερευνητικών κέντρων και startup επιχειρήσεων, με στόχο την προσέλκυση κεφαλαίων για την εγχώρια έρευνα.
Έτερη πρωτοβουλία αφορά την ενίσχυση συνεργατικών ερευνητικών σχημάτων, αλλά και την αξιολόγηση των ερευνητικών προτάσεων, κατά το πρότυπο του ευρωπαϊκού προγράμματος Horizon. Κάθε ευρώ που επενδύεται σε έρευνα αιχμής μέσα από τα προγράμματα Horizon 2020 και Horizon Europe, μπορεί να επιστρέψει στην οικονομία ποσό 11 ευρώ, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην πράξη, όλα αυτά «φωτογραφίζουν» μια αύξηση μελλοντικά των κονδυλίων του προϋπολογισμού για έρευνα και τεχνολογία, που και το 2020 θα παραμείνουν στα φετινά επίπεδα, δηλαδή στο 1,14% του ΑΕΠ (μαζί με τις ιδιωτικές επενδύσεις).
Στόχος, ο επαναπατρισμός
Στόχος προφανώς όλων των παραπάνω είναι να ξεσκαλώσει η Ελλάδα από την 35η θέση της παγκόσμιας κατάταξης στην καινοτομία. Ο αμέσως επόμενος στόχος, εφόσον αυτό αρχίσει να αποδίδει καρπούς, είναι ο επαναπατρισμός κάποιων από τους 500.000 «νεο-μετανάστες», μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ένας τεράστιος αριθμός επιστημόνων και ερευνητών, που άφησαν την Ελλάδα στην αρχή ή στο μέσον της καριέρας τους.
Μόνο οι γιατροί που εργάζονται στο εξωτερικό ξεπερνούν τους 18.000, όταν εντός συνόρων, ένας στους τρεις ή τέσσερις γιατρούς είναι είτε άνεργος είτε υποαπασχολείται. Το στοίχημα να επιστρέψει έστω ένα μικρό μέρος από αυτή την dream team της χώρας δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού οι μισθοί και οι συνθήκες στην Ελλάδα υπολείπονται πάρα πολύ από τα αντίστοιχα επίπεδα της νέας πατρίδας πολλών από τους επιστήμονες του εξωτερικού.
Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι να μπει τέλος στον κατακερματισμό και την έλλειψη συνεργασίας πανεπιστημιακών σχολών - ερευνητικών κέντρων με τις επιχειρήσεις, κι όλα αυτά να δώσουν τη θέση τους σε ένα εθνικό σχέδιο.
Να πάψει η χρηματοδότηση να διασπείρεται σε πολλούς τομείς, χωρίς συνοχή και στρατηγική, παρά να εστιάσει στους πιο καινοτόμους άξονες και σε αυτά που ζητά η αγορά, με ορίζοντα 10-15 ετών. Να εντοπιστούν δηλαδή κλάδοι που παρουσιάζουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα (π.χ. υγεία-φάρμακα, ενέργεια-ΑΠΕ, ψηφιακή οικονομία, βιοτεχνολογία κ.λπ.) και να σχεδιαστεί μια εθνική στρατηγική για τους παραπάνω τομείς, αντί για πολλές επιμέρους στρατηγικές, όπως συνέβαινε τα πολλά τελευταία χρόνια, τακτική που, αν μη τι άλλο, εξυπηρετούσε μόνο τη διασπάθιση κονδυλίων με μικροκομματικά και τοπικιστικά κριτήρια.
Τα προβλήματα και τι αλλαγές φέρνει το νομοσχέδιο
Το τελευταίο διάστημα η πολιτική ηγεσία του υπ. Ανάπτυξης γίνεται αποδέκτης παραπόνων για εμπόδια στην υλοποίηση ερευνητικών projects τα οποία ξεφεύγουν από τις γενικές δυσκολίες του επιχειρείν στην Ελλάδα και της υπερφορολόγησης. Εν δυνάμει επενδυτές θέτουν ζητήματα που λειτουργούν ανασταλτικά για τα σχέδιά τους, όπως οι κακές υποδομές του ίντερνετ στην επαρχία, αλλά και η δυσκολία εξεύρεσης, εκτός Αττικής, χώρων που να μπορούν να φιλοξενήσουν μεγάλες επιχειρήσεις τεχνολογίας.
Φυσικά, πανταχού παρούσα είναι η ελληνική γραφειοκρατία. Με νόμο της προηγούμενης κυβέρνησης, οι ειδικοί λογαριασμοί έρευνας (ΕΛΚΕ) των ερευνητικών κέντρων εντάχθηκαν στο δημόσιο λογιστικό, με αποτέλεσμα αυτά να ασχολούνται μόνο με τη γραφειοκρατία και όχι με την έρευνα. Το αναπτυξιακό νομοσχέδιο αλλάζει αυτό το καθεστώς και επιχειρεί να απελευθερώσει τα ερευνητικά κέντρα από την γραφειοκρατία.
Ταυτόχρονα δημιουργεί ένα θεσμό με προσωπικότητες διεθνούς κύρους για την έρευνα και καινοτομία, ο οποίος θα λειτουργεί συμβουλευτικά για την κυβέρνηση και θα προωθεί ερευνητικά αποτελέσματα και τεχνολογίες που παράγονται με κρατική χρηματοδότηση. Επίσης εντάσσει για πρώτη φορά την καινοτομία στις κρατικές δομές πολιτικής και επιχειρεί να βελτιώσει το πλαίσιο αξιολόγησης των ερευνητικών κέντρων, που σήμερα αριθμούν 14, και απορροφούν μέρος από τις ετήσιες δαπάνες, ύψους 1,14% του ΑΕΠ.
Σε κάθε περίπτωση είναι προφανές ότι επείγουν ο εξορθολογισμός και η αναδιάρθρωση της δομής του ερευνητικού χώρου, όπως επίσης και το να δοθούν κίνητρα σε Έλληνες επιστήμονες για βελτίωση των επιδόσεων στην κατοχύρωση πατέντας, δείκτης στον οποίο η χώρα είναι ουραγός.
Τα νέα προϊόντα που εξάγονται ως αποτέλεσμα κάποιας πατέντας είναι ελάχιστα συγκριτικά με άλλα κράτη. Εκτός των παγκοσμίων πρωταθλητών σε πατέντες (ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία, Γαλλία και Κίνα), μια απλή σύγκριση της Ελλάδας με άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι απογοητευτική.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το 2018 η Ελλάδα κατοχύρωσε μόλις 120 πατέντες, έναντι 2.292 της Αυστρίας, 801 της Ιρλανδίας, 455 του Λουξεμβούργου, 242 της Τσεχίας, και 220 της Πορτογαλίας. Επίσης, με βάση τον ετήσιο δείκτη καινοτομίας του Bloomberg, η χώρα κατέλαβε την 35η θέση μεταξύ 60 χωρών, παίρνοντας βαθμολογία 62,05 (με άριστα το 100) και ενώ το 2018 κατείχε την 31η θέση.
Το προφίλ των νέων επενδύσεων στην Ελλάδα
Στην περίπτωση της Pfizer, η νέα μονάδα θα είναι επιχειρησιακά έτοιμη το 2020, με δυνατότητα να προσφέρει 200 θέσεις εργασίας υψηλών δεξιοτήτων. Πίσω από την επένδυση βρίσκεται ο Έλληνας CEO της Pfizer, Aλμπερτ Μπουρλάς (Aλκης Μπουρλάς), με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη. Η επιχείρηση ωστόσο επέλεξε την πόλη επειδή υπάρχει σημαντική συγκέντρωση επιστημονικού και ερευνητικού προσωπικού, πανεπιστήμια και αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό.
Στην περίπτωση της Cisco, προϋπόθεση είναι η εξεύρεση ενός κτιρίου περίπου 1.000 τετραγωνικών στη Θεσσαλονίκη, με τον επικεφαλής της εταιρείας για τις αγορές της Ελλάδας, της Κύπρου, της Πορτογαλίας και της Μάλτας, Αν. Τσιμπούκη, να έχει περιγράψει τη δημιουργία ενός κέντρου καινοτομίας και ενός κέντρου ανάπτυξης ψηφιακών δεξιοτήτων. Εκεί θα αναπτύσσονται μεταξύ άλλων τεχνολογίες για τις έξυπνες πόλεις, αλλά και για το Ιντερνετ των Πραγμάτων (ΙοΤ), καθώς και ειδικές εφαρμογές για τον αγροτικό τομέα και γενικά για πελάτες που αναζητούν προηγμένες υπηρεσίες.
Όσο για το Κέντρο Αριστείας στην Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ - Artificial Intelligence Center of Excellence), που θέλει να στήσει η Ernst & Young από κοινού με το ΕΚΕΦΕ-«Δημόκριτος», θα έχει επιστημονικό υπεύθυνο τον δρα Γ. Παλιούρα και θα υλοποιεί πρωτογενή έρευνα στο πεδίο της ευφυούς ανάλυσης εγγράφων (document intelligence). Η ομάδα θα αναπτυχθεί άμεσα (περίπου 20 άτομα τον πρώτο χρόνο), με στόχο την προσέλκυση ερευνητών απ' όλο τον κόσμο. Έμφαση θα δοθεί στην έρευνα αναφορικά με το πώς η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να εξελίξει την κατανόηση εγγράφων, την εξόρυξη πληροφορίας, καθώς και άλλα πεδία σχετικά με την ευφυή ανάλυση εγγράφων.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 11 Οκτωβρίου