Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Ποιους εξυπηρετεί η ρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση για τη νομιμοποίηση αδήλωτων εισοδημάτων τα οποία είναι προφανώς προϊόν φοροδιαφυγής;
Γιατί η κυβέρνηση Τσίπρα επιχειρεί με κάθε τρόπο να πείσει τους πιστωτές της χώρας, έτσι ώστε η ρύθμιση να είναι ευνοϊκή για τους φοροφυγάδες και μάλιστα με μεγάλες εκπτώσεις;
Γιατί η κυβέρνηση εμμένει εν τέλει στη προώθηση της ρύθμισης αυτής (παρά τις αντιρρήσεις της τρόικας) ακόμα και με πολύ σκληρούς όρους για όσους αποφασίσουν να νομιμοποιήσουν τα αδήλωτα εισοδήματα τους;
Και τα τρία ερωτήματα μόνο οι κυβερνώντες θα μπορούσαν να απαντήσουν, κάτι που ωστόσο δεν φαίνεται καθόλου σίγουρο ότι θα πράξουν.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κυβέρνηση με στόχο να ενισχύσει τον κρατικό κορβανά αναζητεί έσοδα με «οποιονδήποτε τρόπο», ακόμα και αν αυτά προέρχονται από αδήλωτα κεφάλαια ή άλλες χαριστικές ρυθμίσεις. Η απάντηση των δανειστών ήταν αρνητική τονίζοντας για μία ακόμη φορά στο οικονομικό επιτελείο ότι δεν πρόκειται να δεχτούν χαριστική ρύθμιση ή χάρισμα προστίμων παρά μόνο των ποινικών κυρώσεων. Δηλαδή να καταβληθεί ο φόρος με τους υψηλούς συντελεστές και τα ισχύοντα πρόστιμα που φθάνουν μέχρι και το 80% του κεφαλαίου.
Γίνεται σαφές λοιπόν ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να εισπράξει χρήματα από τη ρύθμιση αυτή. Πόσο δε μάλλον όταν η προωθούμενη ρύθμιση δεν είναι ελκυστική. Στο παρελθόν είχαν θεσμοθετηθεί τόσο από την κυβέρνηση Καραμανλή όσο και από την κυβέρνηση Παπανδρέου αντίστοιχες διατάξεις με ισχνά αποτελέσματα για τα κρατικά ταμεία.
Σε όλες τις περιπτώσεις κατά το παρελθόν αποτύχαμε να εισπράξουμε έσοδα (όπως κατάφερε η Γαλλία και έβαλε στα ταμεία της 6,5 δισ. ευρώ). Και ακόμα πιο δύσκολο είναι να εντοπισθούν οι φοροφυγάδες δεδομένου ότι ο ελεγκτικός μηχανισμός βρίσκεται σε τέλμα. Η φράση «έσοδα από τη φοροδιαφυγή» αποτελεί αστείο πλέον στους κόλπους των δανειστών και δεν επιθυμούν να ακούσουν λέξη για νέες ρυθμίσεις ή για αναβίωση της ρύθμισης των 100 δόσεων.
Πιθανόν η κυβέρνηση πιστεύει ότι μπορεί έστω και κάποιοι να αποφασίσουν να εμφανίσουν τα εκατ. ευρώ που έκρυψαν κατά το παρελθόν.
Κάποιοι άλλοι αναφέρουν όμως ότι η κυβέρνηση θέλει να προστατεύσει κάποιους οι οποίοι τα τελευταία χρόνια ανακάλυψαν το σπορ της φοροδιαφυγής. Για αυτούς δε, τα πρόστιμα είναι πολύ μικρότερα. Δηλαδή όσο πιο κοντά στο σήμερα έγινε η τέλεση του αδικήματος τόσο μικρότερα είναι τα πρόστιμα. Ενδιαφέρον θα είχε η δημοσιοποίηση των φοροφυγάδων που θα κάνουν χρήση των διατάξεων. Έτσι θα μπορούσαν οι πολίτες να γνωρίζουν εάν ωφελήθηκαν κάποιοι ή εάν το ελληνικό δημόσιο χαρίστηκε σε κάποιους πολύ συγκεκριμένους.
Η ιστορία των αμνηστεύσεων
Η αμνήστευση κεφαλαίων όπως προαναφέρθηκε δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα εφαρμοσθεί στην Ελλάδα.
Το 2004 ο τότε υπουργός Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφης έφερε στη Βουλή σχέδιο το οποίο έγινε νόμος του κράτους και προέβλεπε τον επαναπατρισμό κεφαλαίων (Ν. 3259/2004 άρθρο 38). Ο συντελεστής φορολόγησης των επαναπατρισθέντων κεφαλαίων είχε ορισθεί σε 3% υπό την προϋπόθεση ότι τα κεφάλαια αυτά θα επιστρέψουν έως τον Φεβρουάριο του 2015. Λόγω του μικρού ενδιαφέροντος η διαδικασία παρατάθηκε μέχρι 4 Ιουνίου 2005. Τα έσοδα για το ελληνικό Δημόσιο ανήλθαν σε 18,7 εκατ. ευρώ, ενώ στην Ελλάδα επέστρεψαν συνολικά 625 εκατ. ευρώ.
Μερικά χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου με υπουργό Οικονομικών τον Γ. Παπακωνσταντίνου, αναζητώντας πρόσθετα έσοδα ελέω της κρίσης που είχε ξεσπάσει, θέσπισε το 2010 νέο νόμο για τον επαναπατρισμό κεφαλαίων (άρθρο 18 του Ν. 3842/2010). Ο νέος νόμος είχε δύο συντελεστές, 5% κατά την εισαγωγή των κεφαλαίων και 8% χωρίς εισαγωγή κεφαλαίων, νομιμοποιώντας την κατάθεση ενώ αυτή παρέμενε στο εξωτερικό. Τα αποτελέσματα και αυτής της ρύθμισης ήταν ελάχιστα, με τις εισπράξεις να ανέρχονται μετά βίας στα 6,5 εκατ. ευρώ.
Πάντως και ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης επιχείρησε να αμνηστεύσει τους φοροφυγάδες με την καταβολή φόρου 15% για τα κεφάλαια που βρίσκονται στο εξωτερικό και 30% για τα κεφάλαια που είναι κατατεθειμένα σε εγχώριες τράπεζες.