Είναι δυνατόν να έχει δίκιο το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής και όχι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, το οποίο μόλις κατέθεσε στη Βουλή το προσχέδιο του προϋπολογισμού; Στη χθεσινή του έκθεση, εκτίμησε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα, σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, μπορεί να φτάσει φέτος ακόμη και στο 3,5% του ΑΕΠ, όταν το οικονομικό επιτελείο, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, αναθεώρησε προς τα πάνω το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος θέτοντας τον πήχη στο 2,4%;
Το αν θα δικαιωθεί η μια ή η άλλη πλευρά, θα το γνωρίζουμε στις αρχές του 2025, όταν πλέον θα υπάρχει πλήρης εικόνα για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού μέσα στο τρέχον έτος. Είναι πιθανό και το οικονομικό επιτελείο να έχει εμφανίσει μια συντηρητική πρόβλεψη, ακολουθώντας τη δοκιμασμένη συνταγή των τελευταίων ετών: καλύτερα οι προβλέψεις να πέφτουν έξω και να έρχεται κάτι καλύτερο, παρά να εμφανίζονται στις αγορές χειρότερες επιδόσεις από αυτές που έχουν προϋπολογιστεί.
Το ερώτημα, πάντως, δεν είναι ποιο θα είναι τελικώς το ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος (ούτως ή άλλως η Ελλάδα είναι πλέον από τις συνεπέστερες χώρες στην ΕΕ, όσον αφορά στην τήρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας) αλλά πώς φτάσαμε στο σημείο το βασικό ζητούμενο κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού να επιτυγχάνεται χωρίς να συζητάμε για επιβολή νέων φόρων ή περικοπές δαπανών μεταξύ των οποίων και των μισθών και των συντάξεων.
Ο προϋπολογισμός του 2024 δεν είχε νέους φόρους. Είχε βέβαια την ενεργοποίηση του νέου τρόπου υπολογισμού του τεκμαρτού εισοδήματος για τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ναι, περίπου 400.000 κλήθηκαν να πληρώσουν περισσότερα. Όμως, είναι κατά κύριο λόγο αυτοί που τα προηγούμενα χρόνια εμφάνιζαν πολύ χαμηλά εισοδήματα της τάξεως των 300-400 ευρώ τον μήνα ή και ακόμη λιγότερα. Ύστερα, το 2024 είναι έτος περαιτέρω αύξησης των ηλεκτρονικών πληρωμών.
Η πολύμηνη «μάχη» να διασυνδεθούν οι ταμειακές μηχανές με τα POS αλλά και η εξοικείωση των πολιτών με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές (ένα από τα καλά της πανδημίας) αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα έσοδα του ΦΠΑ που καταγράφουν συνεχώς υπεραπόδοση. Πόσο άδικο είναι να περιορίζονται οι μαύρες συναλλαγές και να καταβάλλεται ο ΦΠΑ από αυτόν που μέχρι σήμερα τον έβαζε στην τσέπη; Οι φανερές συναλλαγές, δεν φέρνουν μόνο περισσότερο ΦΠΑ αλλά και περισσότερο φόρο εισοδήματος από τα νομικά πρόσωπα. Δημιουργείται έτσι ένα «θετικό σπιράλ»: περισσότερες ηλεκτρονικές πληρωμές, περισσότερος ΦΠΑ, περισσότερα έσοδα από φόρο εισοδήματος, υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, μεγαλύτερα περιθώρια για χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, άρα και νέα περιθώρια για ακόμη περισσότερες «φανερές» πληρωμές.
Μπορεί αυτό το θετικό σπιράλ να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια; Η απάντηση που δίδεται αρμοδίως είναι καταφατική. Το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ» δεν έχει κλείσει ακόμη στην Ελλάδα. Έχει περιοριστεί αλλά εξακολουθεί να υπάρχει. Και όσο περισσότερο θα μειώνεται, τόσο θα «φουσκώνουν» τα πλεονάσματα. Υπάρχει ένας στόχος στο βάθος: να κλείσουν και άλλες πληγές, που άνοιξαν κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου. Και αυτές έχουν να κάνουν με τους πολύ υψηλούς φόρους κατανάλωσης αλλά και την επιβολή του 4ου υψηλότερου ΦΠΑ στην Ευρώπη.