Τα 4 «καμπανάκια» που μπορεί να ανατρέψουν τις θετικές προοπτικές της οικονομίας
Shutterstock
Shutterstock
Γραφείο προϋπολογισμού Βουλής

Τα 4 «καμπανάκια» που μπορεί να ανατρέψουν τις θετικές προοπτικές της οικονομίας

Θετικό πρόσημο στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια δίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Στην τριμηνιαία έκθεσή του βλέπει ταχύτερη ανάπτυξη από τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης, γεγονός που θα συμβάλει στην περαιτέρω σύγκλιση του κατά κεφαλήν εισοδήματος της χώρας μας με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Την ίδια στιγμή, η έκθεση κινείται στις…γραμμές του οικονομικού επιτελείου, καθώς εστιάζει, μεταξύ άλλων, και στους πολλούς εξωγενείς -και όχι μόνο - κινδύνους που ενδεχομένως να ναρκωθετήσουν την ομαλή πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έρχεται μέσα σε ένα ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον με αρκετές γεωπολιτικές εντάσεις που ενδεχομένως να επηρεάσουν τους δείκτες της οικονομίες στο εγγύς μέλλον. Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, το οποίο καταγράφηκε και από το οικονομικό επιτελείο στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, έρχονται να προστεθούν και ακόμη τέσσερα «καμπανάκια» του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής: 

  • Σε μεσο- ή μακρο-πρόθεσμο ορίζοντα, παράγοντες που εμπίπτουν στο ευρύτερο πλαίσιο Περιβάλλον-Κοινωνία αποτελούν επιπρόσθετες πηγές αβεβαιοτήτων για τη χώρα. Ποιότητα περιβάλλοντος, πυρκαγιές και υδάτινοι πόροι, και δημογραφικό θα πρέπει να λάβουν ιδιαίτερης προσοχής, καθώς επηρεάζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα.
  • Η μικρή αναζωπύρωση του πληθωρισμού και η πίεση στο κόστος στέγασης ενδέχεται να οδηγήσουν, βραχυπρόθεσμα, σε μικρή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης.
  • Οι γραφειοκρατικές και διοικητικές καθυστερήσεις θέτουν εμπόδια στην γρήγορη υλοποίηση των νομοθετημένων μεταρρυθμίσεων, δυσκολεύοντας την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
  • Το δομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη συνολικά με το υψηλότερο κόστος της ενέργειας σε σύγκριση με τους βασικούς εμπορικούς εταίρους, που ανέδειξε η πρόσφατη έκθεση του Μάριο Ντράγκι, αντανακλάται και στην ελληνική βιομηχανία με δυσμενείς συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα, τις επενδύσεις και τον πληθωρισμό.

Παράλληλα, η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής προς την κατεύθυνση χαλάρωσης καθυστερεί σε ορισμένες περιοχές λόγω της αβεβαιότητας ως προς την υποχώρηση του πληθωρισμού, ενώ άρχισε αργότερα από ό,τι αναμενόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (US Federal Reserve) να μειώνει το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης (Fed funds rate) κατά 50 μ.β. στις 18 Σεπτεμβρίου. Σημειώνεται ότι το βασικό επιτόκιο πολιτικής της ΕΚΤ αυξήθηκε σταδιακά από 0,5% στις 27/7/2022 σε 1,25% στις 14/9/2022 και μέχρι τις 20/9/2023 είχε ανέλθει στο 4,0%. Ωστόσο, με τις αποφάσεις στις δυο τελευταίες συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της EKT (12/6/2024 και 12/9/2024) το επιτόκιο αυτό μειώθηκε διαδοχικά κατά 25 μονάδες βάσης και διαμορφώνεται από την 18/9/2024 στο 3,5%.

O υψηλός πληθωρισμός, ιδιαίτερα στις υπηρεσίες, περιπλέκει τη νομισματική πολιτική, δημιουργώντας αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με τον ρυθμό ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής μετά από την παρατεταμένη περίοδο νομισματικής σύσφιξης των τελευταίων ετών. Ταυτόχρονα, οι αυξανόμενες γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις εντείνουν περαιτέρω την αβεβαιότητα για την πορεία του πληθωρισμού. Η εκλογική αναμέτρηση στις Ηνωμένες Πολιτείες προκαλεί αβεβαιότητα σε σχέση με ενδεχόμενες αλλαγές της εμπορικής και βιομηχανικής πολιτικής έναντι των εμπορικών της εταίρων, και ο κλάδος της μεταποίησης χαρακτηρίζεται από αρνητικά σημάδια.

Στην ευρωζώνη, παρά τις σε γενικές γραμμές καλές συνθήκες στην αγορά εργασίας, η μεταποίηση ειδικά στη Γερμανία εμφανίζει προβλήματα. Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, η ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της EE, έναντι των Η.Π.Α. και της Κίνας, που αναδεικνύει η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι, απαιτεί γρήγορες και καθοριστικές αποφάσεις για ένα ισχυρό πλαίσιο συνεργασίας και επενδύσεων σε καινοτομία, άμυνα και ενεργειακή αυτονομία από τις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ.

Οι θετικές προοπτικές της Ελλάδας

Από την άλλη, καταγράφονται μια σειρά από θετικές προοπτικές που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία, τόσο σε επίπεδο εσόδων, όσο και στον μετασχηματισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Ρόλο - κλειδί διαδραματίζει και η θετική επίπτωση των πόρων που προέρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης.

  • Οι πρόσφατες αναβαθμίσεις των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών που αντανακλούν τη σημαντική βελτίωση των προοπτικών του ελληνικού τραπεζικού κλάδου, όπως και η δημιουργία του πέμπτου τραπεζικού πόλου με την πρόσφατη συγχώνευση της τράπεζας Αττικής και Παγκρήτιας αναμένεται να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στον κλάδο με ευνοϊκές συνέπειες στο εύρος και κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας. Σε θετική κατεύθυνση κινείται και η επιτυχημένη πρόσφατη διάθεση μετοχών (placement) της Εθνικής Τράπεζας.
  • Η πρόσφατη επιτάχυνση της διοχέτευσης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εφόσον αποκτήσει δυναμική, αναμένεται να τονώσει τις επενδυτικές δαπάνες, την παραγωγικότητα και τον ρυθμό της ανάπτυξης του ΑΕΠ.
  • Οι θετικοί ρυθμοί αύξησης των τουριστικών εσόδων που καταγράφονται για την περίοδο Ιανουαρίου–Ιουλίου 2024, εφόσον διατηρηθούν, θα ενισχύσουν τη συνολική οικονομική δραστηριότητα, και τα δημόσια έσοδα, πέρα του αναμενομένου.
  • Η υλοποίηση των μέτρων που ανακοινώθηκαν στην ΔΕΘ σχετικά με την αύξηση της προσφοράς διαθέσιμων κατοικιών ενδέχεται να λειτουργήσει ανασχετικά στην αυξητική τάση του κόστους στέγασης και να ενισχύσουν έτσι την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων. Προς αυτή την κατεύθυνση, αναμένεται να επιδράσει θετικά η άρση του δίμηνου χρονικού περιορισμού για την υπογραφή συμβολαίου αγοράς κατοικίας που υπήρχε μέχρι τώρα («Σπίτι μου Ι»).
  • Η καλύτερη του αναμενομένου εκτέλεση του Προϋπολογισμού ενδέχεται να οδηγήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα που θα υπερβεί τον στόχο του 2,1%, ευνοώντας την ταχύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους της χώρας.
  • Το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών που εισάγει κίνητρα για συγχωνεύσεις και εξαγορές, εφόσον υιοθετηθούν από ικανό αριθμό επιχειρήσεων, δημιουργεί προϋποθέσεις για επίτευξη οικονομιών κλίμακας πού ευνοούν την παραγωγικότητα, τα οφέλη της οποίας θα ήταν σημαντικό να περάσουν και στους καταναλωτές