Η ακρίβεια μπορεί να ροκανίζει τα εισοδήματα, μετά από δυόμισι χρόνια υψηλού πληθωρισμού, αλλά δεν εξαερώνει εντελώς τις μισθολογικές αυξήσεις. Τα εισοδήματα αντιστέκονται ακόμη στο κόστος ζωής και αυτό έχει την εξήγηση του. Από το 2018 έως το 2023, ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 13,6%, αλλά ο κατώτατος μισθός ανέβηκε κατά 33,1% και ο μέσος μισθός κατά 16,7%.
Το σημερινό όμως ερώτημα είναι διαφορετικό. Πόσο και ποιοι θα κερδίσουν από την αύξηση του κατώτατου σε πάνω από τα 800 ευρώ, όπως έχει δεσμευτεί ο Πρωθυπουργός και ο υπ. Εθνικής Οικονομίας Κ. Χατζηδάκης; Αν, για παράδειγμα, οι αυξήσεις που θα γίνουν τέλη Μαρτίου στα κατώτατα όρια αμοιβής είναι γύρω στο 5% - 6%, πώς θα επηρεαστεί προς τα πάνω η μισθολογική αλυσίδα;
Είναι βέβαιο ότι η αλυσίδα θα επηρεαστεί, όπως λένε στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος, απλώς αυτό θα γίνει κλιμακωτά. Όσοι μισθοί είναι πιο κοντά στον κατώτατο επηρεάζονται περισσότερο, όσοι είναι πιο ψηλά, λιγότερο και οι πολύ ψηλότερα, καθόλου. Εκεί όμως λειτουργούν έμμεσες αμοιβές, κίνητρα, παροχές σε είδος και μπόνους. Ο γενικός όμως κανόνας είναι ότι η αύξηση του κατώτατου δημιουργεί πιέσεις για μισθολογικές αυξήσεις σε όλα τα κλιμάκια.
Η φιλοσοφία είναι η έξης: Έστω δύο εργαζόμενοι, όπου ο ένας αμείβεται με 780 ευρώ και ο άλλος με 880 ευρώ. Εάν επαληθευτούν οι πληροφορίες που θέλουν την κυβέρνηση να προσανατολίζεται σε μια αύξηση του κατώτατου στα 820- 830 ευρώ, δηλαδή κατά 40-50 ευρώ, η μισθολογική διαφορά των 100 ευρώ που είχε ο πρώτος με τον δεύτερο εργαζόμενο, πέφτει αυτόματα στα 50 ευρώ. Επομένως, ο δεύτερος εργαζόμενος θα ζητήσει αύξηση και το πιθανότερο είναι ότι θα την πάρει. Ειδικά αν είναι κρίσιμος για την επιχείρηση, η διαφορά του από τον εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο, θα μεγαλώσει. Από εκεί και πέρα, η διάχυση της επίπτωσης από την αύξηση του κατώτατου στην υπόλοιπη μισθολογική αλυσίδα, θα μειώνεται, όπως είπαμε, όσο ο μισθωτός θα ανεβαίνει κλίμακα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος πάντως, στην έκθεση της για τον κατώτατο μισθό, εκτός της άποψης ότι υπάρχει περιθώριο για μια αύξηση μόνο 4% από 1ης Απριλίου 2024, χαμηλότερα δηλαδή απ’ αυτό που εξετάζει η κυβέρνηση, έχει συμπεριλάβει και αναλυτική άσκηση ως προς τη διάχυση των χαμηλότερων αμοιβών σε όλη τη μισθολογική αλυσίδα. Έγινε για τις αμοιβές του 2023, αλλά βρίσκει εφαρμογή και στις φετινές.
Εκτιμά συγκεκριμένα ότι για κάθε 10 μονάδες αύξησης του κατώτατου, ανεβαίνει κατά 4-5 μονάδες και ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό σημαίνει ότι μια αύξηση 10% στον κατώτατο των 780 ευρώ μεταφράζεται σε αύξηση 7% στην κατηγορία μεταξύ 950-1.050 ευρώ. Στην κλίμακα 1.050-1.150 ευρώ προκύπτει αύξηση 5%, ενώ για θέσεις εργασίας που αμείβονται από 1.150 έως 1.250 ευρώ η αύξηση πέφτει στο 3%. Η επίδραση δηλαδή της διάχυσης είναι ιδιαίτερα έντονη σε μισθολογικά κλιμάκια που βρίσκονται κοντά στον κατώτατο μισθό. Κατά συνέπεια, οι αυξήσεις του κατώτατου επηρεάζουν και τον μέσο μισθό στον ιδιωτικό τομέα. Μια αύξηση για παράδειγμα 4,5% στο κατώτατο μεταφράζεται σε αύξηση 2,5% στον μέσο μισθό.
Και ο πληθωρισμός, θα πει κάποιος; Δεν θα επηρεαστεί αν δοθούν αυξήσεις της τάξης του 5%-6% ; Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να θεωρεί ότι θα υπάρξει μεγάλη επίπτωση, ωστόσο η ΤτΕ έχει διαφορετική άποψη. Κατά την κεντρική τράπεζα, αν οι κατώτατες αμοιβές ανέβουν κατά 4%, αυτό δεν θα επηρεάσει τον πληθωρισμό, τον οποίο εκτιμά στο 3% για φέτος. Αν όμως αυξηθούν στο 5%-6%, θεωρεί ότι αυτό θα αποτυπωθεί οπωσδήποτε στον πληθωρισμό, άρα και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Όσο μεγαλύτερες είναι οι αυξήσεις μισθών, τόσο μεγαλύτερες είναι και οι αυξήσεις τιμών στις οποίες πουλάνε οι εταιρείες αν δεν αυξάνεται η παραγωγικότητα.
Είναι βέβαιο ότι καθ’ οδόν προς τις 22 Μαρτίου οπότε και ανακοινώνεται ο νέος κατώτατος μισθός, για να ισχύσει από την 1η Απριλίου, θα ανοίξει ένα νέο debate γύρω από το ύψος του, τις αντοχές της οικονομίας, καθώς και ότι πολλοί θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν πολιτικά τη δυσαρέσκεια για την ακρίβεια.
Ένα ερώτημα βέβαια είναι τι γίνεται με την ελάφρυνση των φόρων που βαρύνουν την εργασία και την αλλαγή του σημερινού καθεστώτος, που έχει ως αποτέλεσμα μια αύξηση μισθού 1.000 ευρώ να κοστίζει στον εργοδότη 2.000 ή 3.000 ευρώ. Τι γίνεται με τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής εργασίας ώστε να αρχίσει να προσεγγίζει το μέσο όρο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ;
Το κεφάλαιο αυτό αποτελούσε μια από τις βασικές στρεβλώσεις για την έκθεση Πισσαρίδη του 2020, η οποία παρέθετε μάλιστα και παραδείγματα με τις τρελές επιβαρύνσεις. Όπως εκείνη ενός μισθωτού με καθαρό μισθό 1.000 ευρώ (δηλαδή 14000 ευρώ ετησίως) που κοστίζει περίπου 23.000 ευρώ στον εργοδότη του. Και που αν εκείνος του δώσει καθαρή αύξηση 1.000 ευρώ ετησίως, αυτό θα του κοστίσει περίπου 2.000 ευρώ (με τα υπόλοιπα 1.000 ευρώ να πηγαίνουν στο κράτος).
Την ανάγκη να μειωθούν τα μεγάλα βάρη στην εργασία επισημαίνουν στις θέσεις τους για τον κατώτατο μισθό, τόσο το ΙΟΒΕ, όσο και ο ΣΕΒ. Το προεδρείο των εργοδοτών θυμίζει μάλιστα ότι η φορολογική επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα το 2022 κυμαινόταν κατά μέσο όρο στο 34,6% (19η υψηλότερη θέση μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ) και ότι είναι επιτακτική ανάγκη να μειωθεί.
Αν αναδεικνύει ξανά κάτι η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό είναι η ανάγκη να επαναδιαπραγματευτούμε τη σχέση μισθών και κρατήσεων. Να επανεξετάσουμε τη φορολογία των μισθωτών και να την ξαναδούμε μέσα από ένα νέο σύμφωνο εργοδοτών, συνδικάτων και κράτους, ώστε να αποτελέσουν οι μισθοί, στην πράξη και όχι στα λόγια, πραγματική ασπίδα απέναντι στην ακρίβεια.