Για περίπου 40 χρόνια, από την εποχή που ο τότε διοικητής της Fed, Πολ Βόλκερ (1979-1987), προκάλεσε το ομώνυμο σοκ (σοκ Βόλκερ), η παγκόσμια οικονομία είχε καταφέρει να λειτουργεί σε περιβάλλον πτωτικού ή χαμηλού πληθωρισμού. Οι λόγοι που το επέτρεψαν αυτό πολλοί, από τις δημογραφικές εξελίξεις και την παγκοσμιοποίηση έως την τεράστια πρόοδο της τεχνολογίας. Όμως τους τελευταίους 15 περίπου μήνες το μοτίβο του πληθωρισμού έχει αλλάξει (αρχικά εξαιτίας των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες) και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις του πολέμου, η ακρίβεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα νοικοκυριά.
Οι συνέπειες για την ανάπτυξη της οικονομίας, την κοινωνική σταθερότητα και τη φτώχεια ενδέχεται να είναι δραματικές και το ερώτημα είναι πόσο θα διαρκέσει αυτή η περίοδος και πώς θα είναι η ζωή μας μέχρι να βελτιωθούν οι συνθήκες; Το καλύτερο σενάριο θέλει τις τιμές να υποχωρούν κάπως το 2023 αλλά σε κάθε περίπτωση να μένουν σε υψηλά επίπεδα για τουλάχιστον 2-3 χρόνια. Το δυσμενές σενάριο κάνει λόγο για πολυετή ακρίβεια, με σημαντικές ελλείψεις προϊόντων και επισιτιστική κρίση κυρίως για τις φτωχότερες χώρες.
Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε πως όταν μιλάμε για ακρίβεια δεν αναφερόμαστε στις αυξήσεις των τιμών αυτές καθαυτές, αλλά στις μεγάλες ή/και ταυτόχρονες αυξήσεις των τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες, σε σύγκριση με τις αυξήσεις στους μισθούς. Είναι προφανές πως αν δεν αυξάνονται οι μισθοί η ακρίβεια γίνεται αισθητή πολύ πιο γρήγορα και πολύ περισσότερο.
Για να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια και να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια, σε μία διαδικασία που οδηγεί τις περισσότερες φορές σε συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, ικανή να προκαλέσει ύφεση. Όπως αυτή που προκάλεσε ο Βόλκερ στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 με την απότομη αύξηση των επιτοκίων στο υψηλότερο επίπεδο της ιστορίας 20% για να τιθασεύσει τον διψήφιο πληθωρισμό. Ύφεση που με τη σειρά της θα αναγκάσει κάποια στιγμή τις τιμές να πέσουν, επαναφέροντας μία σχετική ισορροπία στο σύστημα, που ήταν και ο στόχος του Βόλκερ.
Το θέμα είναι ότι όλος αυτός ο κύκλος αφορά μία αρκετά ανηφορική περίοδο με μεγάλες δυσκολίες για τους πολίτες, καθώς ακόμη και όταν η οικονομία αναπτύσσεται - όπως συμβαίνει σήμερα – η ακρίβεια δεν αφήνει τα νοικοκυριά να το καταλάβουν. Διότι πολύ απλά τους κόβει σε αγοραστική δύναμη, ενώ στο δεύτερο στάδιο η οικονομία επιβραδύνεται και εν συνεχεία συρρικνώνεται κάτι που δεν ωφελεί κανέναν και εκ των πραγμάτων είναι μία κακή περίοδος για τα νοικοκυριά. Ακόμη και στο τρίτο στάδιο του κύκλου, αυτό της εξισορρόπησης, οι πληγές που άφησε η ακρίβεια παραμένουν σε πολλές περιπτώσεις ανοιχτές και η κατανάλωση δεν επιστρέφει γρήγορα σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Επομένως μιλάμε για μία περίοδο κρίσης. Με υψηλό πληθωρισμό, τα νοικοκυριά πρέπει να δαπανούν περισσότερα χρήματα για τα τρόφιμα και τα υπόλοιπα καθημερινά ψώνια. Δίνουν επίσης περισσότερα για τις καθημερινές τους μετακινήσεις αφού οι τιμές των καυσίμων «καίνε» και φυσικά ξοδεύουν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό το μήνα για ρεύμα και λοιπούς λογαριασμούς. Γι’ αυτό και οι επιδοματικές πολιτικές που έχουν στόχο να ελαφρύνουν το βάρος.
Όλοι καταλαβαίνουν στην τσέπη τους πως αυτό το πρόσθετο βάρος συνεπάγεται ότι πρέπει να κόψουν από αλλού για να τα βγάλουν πέρα. Οι περισσότεροι καταφεύγουν σε λύσεις όπως να επιλέγουν φθηνότερα προϊόντα, προσφορές ή/και εκπτώσεις, να περιορίζουν την κατανάλωση, όπως και έξοδα για ψυχαγωγία και διασκέδαση και να κόβουν εντελώς τα περιττά ψώνια και τις πολυτέλειες. Οι λίγοι που τους μένουν χρήματα στο τέλος του μήνα, έχουν πολύ λιγότερα να αποταμιεύσουν.
Έτσι αλλάζει όλη η οικονομική δραστηριότητα. Αν οι μισθοί αυξάνονται με στόχο να καλύψουν μέρος από το αυξανόμενο κόστος που προκαλεί ο πληθωρισμός, τότε η οικονομία εγκλωβίζεται σε ένα πληθωριστικό σπιράλ που οδηγεί σε παρατεταμένη ακρίβεια. Αν οι μισθοί δεν αυξηθούν όσο χρειάζεται - που συνήθως δεν αυξάνονται - τότε η οικονομία εισέρχεται σε ένα υφεσιακό σπιράλ. Η οικονομική δραστηριότητα είναι πολύ φυσιολογικό να συρρικνώνεται μέχρι η ύφεση να οδηγήσει σε μείωση των τιμών λόγω πτώσης της ζήτησης.
Δυστυχώς για τους Έλληνες καταναλωτές, η πληθωριστική κρίση έρχεται αμέσως μετά την πανδημική κρίση και λίγα χρόνια μετά τη μεγάλη οικονομική κατάρρευση της περασμένης δεκαετίας. Έρχεται δηλαδή μετά από πολλά και συνεχόμενα χρόνια που είχαν μάθει να ζουν με ακρίβεια, όχι λόγω πληθωρισμού αλλά λόγω των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, της μείωσης του ΑΕΠ και γενικότερα των εισοδημάτων.
Όσο για τη διάρκεια αυτού του κύκλου, οι απόψεις και οι εκτιμήσεις των ειδικών διίστανται. Άλλοι προβλέπουν (Oxford Economics) ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα υποχωρήσει απότομα μέσα στο 2023 γιατί τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες – που είναι ο ένας παράγοντας ώθησης των τιμών – θα εξασθενήσουν, με αποτέλεσμα να πέσει ακόμη και στο 1,3%, αρκετά κάτω από τον στόχο του 2% στο τέλος του έτους. Άλλοι (Goldman Sachs) διαφωνούν και πιστεύουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός, πάνω από το 2% έως και το 2024.
Σύμφωνα με την εταιρεία προβλέψεων Kiplinger, ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει ελαφρώς στο υπόλοιπο του 2022 και πολύ περισσότερο το 2023, όμως θα συνεχίσει να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Το κόστος στέγασης θα κρατήσει ψηλά τον πληθωρισμό για αρκετό καιρό, ενώ οι τιμές των καυσίμων και το κόστος θέρμανσης θα παραμείνουν για τουλάχιστον μία διετία ψηλά, χωρίς ωστόσο να αυξηθούν περαιτέρω. Για την Ελλάδα, η Κομισιόν τοποθετεί τον πληθωρισμό στο 6,3% στο τέλος του 2022 και στο 1,9% στο τέλος του 2023.