Πόση πάταξη της φοροδιαφυγής αντέχουμε;
Shutterstock
Shutterstock

Πόση πάταξη της φοροδιαφυγής αντέχουμε;

Υπάρχουν δύο είδη φοροδιαφυγής στην Ελλάδα και είναι εκτεταμένα και τα δύο. Η πρώτη είναι η «επαγγελματική». Εφαρμόζεται από γνώστες της φορολογικής νομοθεσίας που αξιοποιούν και το τελευταίο παράθυρο για να αποκρύψουν τα πραγματικά τους κέρδη. Εκδίδουν εικονικά τιμολόγια, μεταφέρουν κέρδη σε οντότητες που δε θα φορολογηθούν ή θα φορολογηθούν λιγότερο, είτε αυτές εδρεύουν στην Ελλάδα, είτε και έξω από αυτήν.

«Φουσκώνουν» τα έξοδα με αμφισβητούμενες δαπάνες, εκμεταλλεύονται άυλα μεγέθη στις αποσβέσεις και κάνουν δύσκολη τη ζωή των φορολογικών αρχών, οι οποίες πρέπει να κάνουν πολύμηνους και εξονυχιστικούς ελέγχους για να συντάξουν μια τεκμηριωμένη έκθεση ελέγχου, η οποία δε θα καταπέσει ύστερα από χρόνια στα φορολογικά δικαστήρια. Το δεύτερο είδος φοροδιαφυγής που ανθεί στην Ελλάδα είναι αυτή της… καθημερινότητας.

Η απλή «μαύρη» συναλλαγή η οποία έχει γίνει κομμάτι της καθημερινότητας. Αγαπημένη φράση στη συναλλαγή με δεκάδες επαγγέλματα το «θέλετε απόδειξη», αδιανόητη συζήτηση η έκδοση παραστατικού για υπηρεσίες που αφορούν σε μαθήματα, καθαριότητες, επισκευές ακινήτων κλπ.

Βγαίνουν κάθε χρόνο τα στατιστικά στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων και όλοι κουνούν το δάχτυλο για τα επαγγέλματα που τολμούν να δηλώνουν κάτω από 10.000 ευρώ τον χρόνο. Αυτοί όμως που κουνούν το δάχτυλο είναι και αυτοί που συναλλάσσονται με τους «συνήθεις υπόπτους», αυτοί δηλαδή που συντελούν στο να ολοκληρωθεί η μαύρη συναλλαγή. Αυτού του είδους η φοροδιαφυγή, της καθημερινότητας, δεν πρόκειται να περιοριστεί δραστικά όσες ταμειακές και αν συνδεθούν με τα POS, όσα ηλεκτρονικά τιμολόγια και αν εκδοθούν. Πολύ απλά διότι δεν μπορεί να υπάρχει ένας ελεγκτής σε κάθε σπίτι ή σε κάθε μαγαζί.

Θέλουν τα «συνήθη φορολογικά υποζύγια», οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν με το φορολογημένο εισόδημά τους αυτή την κατάσταση, είναι το ερώτημα που μπαίνει. Η απάντηση δεν είναι εύκολη και δεν είναι η προφανής. Κανείς δε θέλει να πληρώνει και τους φόρους των άλλων. Όμως, γνωρίζει ότι συνδράμοντας στην απόκρυψη του εισοδήματος, καρπώνεται και ο ίδιος σημαντικό όφελος πληρώνοντας την υπηρεσία σε χαμηλότερη τιμή.

Άραγε, η τιμή του ιδιαίτερου μαθήματος των ξένων γλωσσών θα ήταν ίδια αν ο δάσκαλος ή ο καθηγητής υποχρεωνόταν να πληρώσει ΦΠΑ, φόρο εισοδήματος και ΕΦΚΑ; Ο τεχνικός (ηλεκτρολόγος, υδραυλικός κλπ) που έχει κατηγορηθεί κατ’ επανάληψη για το ύψος του δηλωθέντος εισοδήματος δε θα απαιτούσε υψηλότερη αμοιβή; Και τώρα δε ζητάει τουλάχιστον τον ΦΠΑ σε όποιον επιδιώξει να πάρει τιμολόγιο;

Το πραγματικό ερώτημα επομένως δεν είναι το πώς θα παταχθεί αυτή η εκτεταμένη φοροδιαφυγή της καθημερινότητας, αλλά σε τι βαθμό το αντέχει η αγορά. Όσο περισσότερο θα αποκαλύπτονται τα «κρυφά» εισοδήματα, τόσο περισσότερο θα ανεβαίνουν οι τιμές. Το αντέχουν αυτό οι συναλλασσόμενοι; Πόσοι το αντέχουν;