Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η Ελλάδα ήταν η πέμπτη πιο… μίζερη οικονομία στον πλανήτη το 2018 και θα παραμείνει στην ίδια θέση και το 2019, σύμφωνα με τη σχετική λίστα του Bloomberg, παρά τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη και τις προεκλογικές παροχές της κυβέρνησης. Παράλληλα, το ΙΟΒΕ προειδοποιεί ότι η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει σε ύφεση αν δεν αυξηθούν οι επενδύσεις και η Capital Economics είναι πιο απαισιόδοξη από όλους, κατεβάζοντας τον πήχη της ανάπτυξης στο 0,5% το 2020 επειδή πιστεύει ότι θα συρρικνωθούν οι επενδύσεις.
Το κερασάκι στην τούρτα… μπήκε από την PricewaterhouseCoopers η οποία εκτιμά ότι οι εταιρείες-ζόμπι στην Ελλάδα κατέχουν μερίδιο 26% επί του συνόλου, χωρίς, μάλιστα, να λαμβάνονται υπόψη οι επιχειρήσεις που έβαλαν «λουκέτο». Αυτό σημαίνει ότι το ένα τέταρτο των υφιστάμενων επιχειρήσεων στη χώρα ζει… με μηχανική υποστήριξη και χρωστάει συνολικά 15 δισ. ευρώ στις τράπεζες και 10 δισ. ευρώ σε προμηθευτές, εργαζόμενους, δημόσιο κλπ.
Όλα αυτά περιγράφουν μία οικονομία που μόνο «μίζερη» μπορεί να χαρακτηριστεί, συνεπώς δεν χρειαζόταν η ανάλυση του αμερικανικού πρακτορείου για να μας θορυβήσει. Μπορεί η σχετική λίστα του Bloomberg με τις πιο προβληματικές ή «μίζερες» οικονομίες να καταρτίζεται κυρίως με βάση τον πληθωρισμό και την ανεργία, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί το πιο αξιόπιστο μέτρο σύγκρισης, όμως τα στοιχεία και οι προβλέψεις που είδαν χθες το φως της δημοσιότητας επιβεβαιώνουν το αμερικανικό πρακτορείο και αποδεικνύουν ότι δικαιολογημένα συγκρινόμαστε με χώρες όπως η Αργεντινή, η Τουρκία και η Ουκρανία (Βενεζουέλα, Αργεντινή, Νότια Αφρική, Τουρκία, Ελλάδα, Ουκρανία είναι η πρώτη εξάδα σύμφωνα με το Bloomberg).
Σε μία προβληματική οικονομία οι καταναλωτές δεν ξοδεύουν αφού το διαθέσιμο εισόδημα δεν επαρκεί. Σύμφωνα με την Capital Economics, η ιδιωτική κατανάλωση ενισχύθηκε κατά 1% το 2018 και θα διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο το 2019 για να αυξηθεί μόλις κατά 0,6% το 2020 και το 2021. Πως, λοιπόν, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ξεφύγαμε από την κρίση και τον κίνδυνο ύφεσης, όταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της ιδιωτικής κατανάλωσης ήταν -2,9% την περίοδο 2008-2017.
Την ίδια ώρα, ο οίκος προβλέπει ότι οι επενδύσεις θα συρρικνωθούν κατά 8,2% το 2019, μετά από συρρίκνωση 9,9% το 2018. Σημειώνεται ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός συρρίκνωσης κατά την περίοδο της κρίσης διαμορφώθηκε στο 8,7%. Η Capital Economics, επίσης, στέλνει ηχηρό μήνυμα στον Κυριάκο Μητσοτάκη, υποστηρίζοντας ότι η δημοσιονομική πολιτική που θα εφαρμόσει η επόμενη κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι τόσο επεκτατική όσο η φετινή που κυριάρχησαν οι προεκλογικές παροχές. Επομένως, ο επόμενος πρωθυπουργός θα πρέπει να κάνει τα πάντα για να έρθουν επενδύσεις αν θέλει να ξεφύγει η ανάπτυξη από τους… μίζερους ρυθμούς κάτω του 2%.
Σε αυτό το επίπεδο θα φτάσει η ανάπτυξη φέτος σύμφωνα με το ΙΟΒΕ. Ο επικεφαλής του ιδρύματος κ. Νίκος Βέττας περιέγραψε με πολύ γλαφυρό τρόπο το γιατί δεν είναι ικανοποιητική η ανάπτυξη σήμερα. Αν το 2% ήταν διατηρήσιμο για 15 χρόνια, είπε ο κ. Βέττας, τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο άσχημα αλλά όχι το 2% να είναι το ταβάνι. Και μάλιστα για μια οικονομία που προέρχεται από δεκαετή σχεδόν ύφεση και θα έπρεπε να «τρέχει» με 3% και 4%.
Η μακροχρόνια τάση προς το 1% - όπως προβλέπει το ΔΝΤ και η Citi - σχετίζεται με χαμηλή παραγωγικότητα και επενδύσεις. Αν δεν αλλάξουν αυτά τότε θα έχουμε προβλήματα, πόσο μάλλον αν οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές στις διεθνείς αγορές. Και αν κάποιοι δεν πιστεύουν ότι πρέπει να έρθουν επενδύσεις στη χώρα, στην Ελλάδα σήμερα κινούνται σε ποσοστά που είναι 50% χαμηλότερα από το μέσο όρο της Ευρώπης.
Τέλος, για την ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων κάνει λόγο και η PwC, τονίζοντας ότι η χώρα χρειάζεται να αναπτύξει το δικό της αφήγημα που θα οδηγήσει στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης και στην προσέλκυση επενδύσεων. Για να λυθεί το πρόβλημα με τις εταιρείες-ζόμπι θα πρέπει να υιοθετηθούν στρατηγικές διαχείρισής τους σε συνδυασμό με την διαχείριση των «κόκκινων» δανείων έτσι ώστε να δοθεί ώθηση στη βιώσιμη ανάπτυξη.