Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Στην πιο κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας τους εισέρχονται οι ελληνικές τράπεζες καθώς μένει μόνο το θέμα της μηδενικής στάθμισης κινδύνου των τίτλων που θα διακρατήσουν στους ισολογισμούς τους για να ξεκινήσει ο Ηρακλής, αρχικά με το project Cairo της Eurobank και εν συνεχεία με το project Galaxy της Alpha Bank. Αν και ο SSM δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει πίσω το σίγουρο είναι ότι θα βρεθεί λύση για να προχωρήσει η εφαρμογή του σχήματος προστασίας ενεργητικού και να ξεφορτωθούν οι τράπεζες περί τα 30 δισ. ευρώ «κόκκινων» δανείων.
Ωστόσο, οι οίκοι αξιολόγησης εντοπίσουν ορισμένες «παγίδες» στην υλοποίηση του Ηρακλή. Οι βασικοί παράγοντες που θα κρίνουν την επιτυχία του εγχειρήματος – για να περάσουμε στην επόμενη φάση που θα φέρει τα NPEs του συστήματος σε μονοψήφιο ποσοστό το 2022 – είναι πρώτον το πόσο γρήγορα θα «τρέξει» η οικονομία, δεύτερον η άρση των εμποδίων, κυρίως σε ό,τι αφορά το νομικό πλαίσιο για τη διαχείριση των δανείων και τρίτον η ικανότητα των τραπεζών να απορροφήσουν τον όποιο κεφαλαιακό αντίκτυπο.
Όσον αφορά την ανάπτυξη τα πράγματα είναι απλά. Όσο θα επιταχύνεται η ανάπτυξη και θα βελτιώνεται το κλίμα στην οικονομία τόσο θα γυρίζουν τα «κόκκινα» δάνεια και παράλληλα δεν θα δημιουργούνται νέες επισφάλειες. Το 2020 είναι έτος κλειδί αφού αν επιτευχθεί ο στόχος του κρατικού προϋπολογισμού ο οποίος είναι υψηλότερος από όλες τις προβλέψεις των αναλυτών, τότε θα αλλάξει όλη η αντιμετώπιση του φαινομένου και θα ενισχυθεί η αισιοδοξία.
Για τη διαχείριση των δανείων σημαντικό ρόλο θα παίξει το νέο πλαίσιο μετά τη λήξη της προστασίας της πρώτης κατοικίας καθώς και η εποπτεία των εταιρειών που θα αναλάβουν τον μεγάλο όγκο των NPEs, όπως η doValue και η Intrum, αλλά και η δική τους προσήλωση στους στόχους. Το νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα είναι λιγότερο προβλέψιμο και λιγότερο υποστηρικτικό ως προς τα δικαιώματα των πιστωτών, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα πλαίσια των χωρών της Δ. Ευρώπης. Ένα από τα μεγάλα προβλήματα είναι οι καθυστερήσεις στην ανάκτηση των ενέχυρων στις περιπτώσεις κατάσχεσης.
Επιπλέον, η υψηλή προστασία που απολαμβάνουν όσοι έχουν δάνειο με υποθήκη την πρώτη κατοικία διογκώνει το φαινόμενο, σύμφωνα με την S&P, και γι’ αυτό είναι σημαντικό το νέο πτωχευτικό δίκαιο. Είναι εντυπωσιακό ότι ο μέσος χρόνος κατάσχεσης στην Ελλάδα ξεπερνά τα 5 χρόνια όταν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είναι 1-2 χρόνια, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Υπάρχει, όμως και το εξαιρετικά κρίσιμο θέμα της αποτελεσματικότητας του Ηρακλή, καθώς η Ελλάδα έχει συγκεκριμένα προβλήματα που δεν είχε η Ιταλία, στην οποία το project εφαρμόστηκε με επιτυχία. Το κεφαλαιακό κόστος για τις τράπεζες θα εξαρτηθεί από τα «μαξιλάρια» που διαθέτει κάθε τράπεζα σε επίπεδο κεφαλαίων και προβλέψεων, αλλά και από την ετοιμότητα τους να προχωρήσουν σε τιτλοποιήσεις.
Όπως επισημαίνει η Standard & Poor’ s, η μεταφορά NPEs δισεκατομμυρίων ευρώ με ανεπαρκείς καλύψεις, σε συνδυασμό με τις ζημιές από την πώληση των junior και mezzanine ομολόγων, θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό κόστος κεφαλαίου για τις τράπεζες. Παραθέτει, μάλιστα, το παράδειγμα της Alpha Bank, η οποία έχει την αρχική κεφαλαιακή επίπτωση σε 350 μονάδες βάσης για την επερχόμενη τιτλοποίηση του project Galaxy, παρά την πρόθεση της τράπεζας να κάνει χρήση κρατικών εγγυήσεων ύψους 3,7 δις. ευρώ.
«Αν οι συναλλαγές αυτές έχουν ανάλογο κόστος τότε οι τράπεζες ίσως βρεθούν εκτεθειμένες στον κίνδυνο να χρειαστούν πρόσθετα μέτρα για να ενισχύσουν την φερεγγυότητά τους και να απορροφήσουν τον κεφαλαιακό αντίκτυπο», σημειώνει με νόημα η S&P. Προσθέτει δε, ότι η συγχώνευση της Eurobank με την Grivalia έδωσε κεφαλαιακή ώθηση 300 μονάδων βάσης, κεφάλαια που θα χρειαστεί η τράπεζα για το project Cairo των 7,5 δις. ευρώ.
Η Εθνική Τράπεζα, από την πλευρά της, ολοκλήρωσε την ανταλλαγή των ελληνικών κρατικών ομολόγων ύψους 3,3 δις. ευρώ, συναλλαγή που της έφερε κέρδη 500 εκατ. ευρώ. Τέλος, η S&P τονίζει ότι συναλλαγές όπως η πώληση των μονάδων διαχείρισης «κόκκινων» δανείων (π.χ. FPS από την Eurobank) θα βοηθήσουν τις τράπεζες να καλύψουν μέρος των επιπτώσεων στα κεφάλαιά τους.
Τέλος, πολλά θα εξαρτηθούν από την αγορά ακινήτων, αφού ενδεχόμενη επιτάχυνση της ανάκαμψής της μπορεί να βοηθήσει τις ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν τις πιστωτικές ζημιές που προβλέπει η S&P ότι θα προκύψουν μέσα στην επόμενη διετία λόγω της αδυναμίας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.