Προστιθέμενη αξία 50 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία και 500.000 νέες θέσεις εργασίας μπορεί να εισφέρει ο κλάδος των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) έως το 2024, σύμφωνα με τη στρατηγική μελέτη, που εκπόνησε η Deloitte για λογαριασμό του ΣΕΠΕ. Η μελέτη διαπιστώνει ότι, με την αξιοποίηση των κονδυλίων της ΕΕ που θα διατεθούν για την ψηφιοποίηση της οικονομίας και δη του Ταμείου Ανάκαμψης, ο κλάδος ΤΠΕ μπορεί να ξεπεράσει σε αξία τα €7,8 δισ. το 2022.
Παρουσιάζοντας τη μελέτη από το βήμα του Συνεδρίου, ο Partner & Consulting Leader της Deloitte, κύριος Νίκος Χριστοδούλου, υπογράμμισε ότι η πορεία του κλάδου ΤΠΕ επιβεβαιώνει τη δυναμική του, καθώς ακόμα εν μέσω πανδημίας διατήρησε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης. «Με δεδομένη τη συνεχώς αυξανόμενη σημαντικότητα των ψηφιακών τεχνολογιών που δρουν καταλυτικά στο νέο – ψηφιακό – παραγωγικό μοντέλο στη μετά το κορωνοϊό εποχή, οι προβλέψεις επίδρασης του κλάδου στην ευρύτερη οικονομία παραμένουν επίκαιρες και επισπεύδονται» τόνισε ο ίδιος.
Να σημειωθεί ότι ο ελληνικός κλάδος ΤΠΕ αυξήθηκε με υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με τον παγκόσμιο για την περίοδο 2017-2021, και κυρίως κατά την περίοδο της πανδημίας.
Παράλληλα η μελέτη εκτιμά ότι στην παρούσα κοινωνικο-οικονομική συγκυρία, διαφαίνεται ότι είναι διαθέσιμα τα κατάλληλα εργαλεία προκειμένου ο κλάδος ΤΠΕ ως μοχλός ανάπτυξης να στηρίξει με μεγαλύτερη ένταση τη μετάβαση σε ένα νέο περισσότερο ψηφιακό παραγωγικό μοντέλο.
Εκτιμάται δε ότι μπορεί να επιτύχει τις επιδιωκόμενες αποδόσεις νωρίτερα από το αρχικά επιδιωκόμενο, αξιοποιώντας και τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία που πλέον ενεργοποιήθηκαν. Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις έχουν πραγματοποιηθεί έως το 2024 καθώς το 80% των κονδυλίων στοχεύεται να απορροφηθεί έως τότε.
Τα αποτελέσματα του κλάδου ΤΠΕ επιβεβαιώνουν τη δυναμική του, καθώς ακόμα εν μέσω πανδημίας διατήρησε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Με δεδομένη τη συνεχώς αυξανόμενη σημαντικότητα των ψηφιακών τεχνολογιών που δρουν καταλυτικά στο νέο – ψηφιακό – παραγωγικό μοντέλο στη μετά το κορονοϊό εποχή, οι προβλέψεις επίδρασης του κλάδου στην ευρύτερη οικονομία παραμένουν επίκαιρες καθώς δύναται να συντηρούν πολλαπλάσια προστιθέμενη αξία.
Ο κλάδος ωστόσο παράλληλα, εκλαμβάνει ως μεγάλη πρόκληση τη διασφάλιση ταχύτητας τόσο στην ολοκλήρωση επενδύσεων σε ψηφιακές υποδομές όσο και της ωρίμανσης μεγάλων έργων.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός εστιάζει σε συγκεκριμένους τομείς στους οποίους μπορεί να είναι πιο δραστικός. Αυτοί είναι:
- Ο Δημόσιος Τομέας και οι Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες αναμένεται να υποστούν τον πλέον ριζικό ψηφιακό μετασχηματισμό, ενώ επενδύσεις για την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων κλάδων συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των ελληνικών εταιριών ΤΠΕ
- Το Χονδρικό & Λιανικό Εμπόριο, η Εκπαίδευση, ο Τουρισμός, οι Υπηρεσίες Υγείας, Εφοδιαστική Αλυσίδα και η Ενέργεια ανήκουν επίσης στους κλάδους που αναμένονται να υποστούν έντονη ψηφιακή διατάραξη και προσελκύουν επίσης ενδιαφέρον των εταιριών ΤΠΕ
Αντίθετα, όπως προκύπτει από τη μελέτη, ο Κατασκευαστικός Κλάδος, ο Τομέας Ακινήτων και ο Αγροτικός Τομέας αναμένεται να υποστούν έναν ηπιότερο ψηφιακό μετασχηματισμό, με τις εταιρίες να εκφράζουν χαμηλότερες προθέσεις να επενδύσουν για την εξυπηρέτηση των αναγκών των εν λόγω κλάδων.
Η στρατηγική μελέτη προσδιορίζει 10 προτεραιότητες πολιτικής, οι οποίες δύνανται να υποστηρίξουν την υλοποίηση της στρατηγικής με θετικά αποτελέσματα για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Σε αυτές περιλαμβάνεται η ανάπτυξη «ψηφιακού προσανατολισμού» στο εκπαιδευτικό σύστημα, η ενδυνάμωση των ψηφιακών δεξιοτήτων της κοινωνίας, η υιοθέτηση πρακτικών για την αναστροφή του Brain Drain, η αναβάθμιση των δημοσίων ψηφιακών υπηρεσιών και ανάπτυξη ψηφιακών υποδομών, η ανάπτυξη λοιπών ψηφιακών υποδομών, η προώθηση της καινοτομίας και της έρευνας & ανάπτυξης, η υποστήριξη της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων, η υποστήριξη της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων του κλάδου ΤΠΕ και η ανάπτυξη ενός «φίλο-επενδυτικού» περιβάλλοντος. Σε όλες τις παραπάνω προτεραιότητες με συντριπτικά ποσοστά που στην περίπτωση της αναβάθμισης των δημοσίων ψηφιακών υπηρεσιών και ανάπτυξη ψηφιακών υποδομών, φθάνει το 93,3% οι ερωτούμενοι δήλωσαν αρκετά η πολύ ευχαριστημένοι.