Ο… ιός της εκτίναξης των αποδόσεων που μόλυνε τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα τον τελευταίο μήνα, μεταδόθηκε ταχύτατα και στην Ευρώπη φέρνοντας σε πολύ δύσκολη θέση την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ο λόγος απλός: Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης χρειάζονται ρευστό για να στηρίξουν την εύθραυστη ανάκαμψη στο υπόλοιπο του έτους και η αύξηση του κόστους δανεισμού θα αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο.
Μεθαύριο Πέμπτη, η Κριστίν Λαγκάρντ θα κληθεί να… δώσει εξηγήσεις στις αγορές και να καθησυχάσει την οικονομία, ωστόσο στα μάτια των επενδυτών η Ευρωτράπεζα βρίσκεται πίσω από τη Fed σε όλα τα επίπεδα. Μπορεί η ΕΚΤ να ενεργήσει με τρόπο που θα επαναφέρει την ηρεμία στην αγορά ομολόγων;
Το πρόβλημα είναι ότι στο διοικητικό συμβούλιο συνεχίζουν να υπάρχουν δύο στρατόπεδα. Το ένα αποτελείται κυρίως από τις χώρες του Νότου ή τα «περιστέρια» που τάσσονται υπέρ της χαλαρής πολιτικής για όσο χρειαστεί.
Σε αυτό το πλαίσιο ήταν και η πρόσφατη παρέμβαση του Γιάννη Στουρνάρα που ζήτησε την επιτάχυνση του QE. Στο αντίπαλο στρατόπεδο είναι οι χώρες που συντάσσονται με τη Γερμανία, τα «γεράκια» που επιμένουν ότι η ΕΚΤ έχει ήδη κάνει αρκετά.
Δεδομένων των λεπτών ισορροπιών, τα σενάρια για τις επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ είναι τα ακόλουθα:
Ήπια προσέγγιση: Η ΕΚΤ δεν θα προχωρήσει σε καμία αλλαγή πολιτικής, κάνοντας ουσιαστικά… τη χάρη στο Βερολίνο. Η Λαγκάρντ θα εκφράσει τη μεγάλη της ανησυχία για την άνοδο των αποδόσεων και θα προσπαθήσει να πείσει τις αγορές ότι αν η κατάσταση συνεχιστεί θα κάνει οτιδήποτε χρειαστεί. Όμως δεν είναι ακριβώς αυτό που θα ήθελαν να ακούσουν οι αγορές και το πιθανότερο είναι να δούμε νέο sell-off στα ομόλογα. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να παραδεχθεί ότι «ελέγχει» τις αποδόσεις των ομολόγων, ωστόσο υπάρχει τρόπος να χρησιμοποιήσει ρητορική που θα το λέει… χωρίς να το πει.
Εναλλακτική προσέγγιση: Η Λαγκάρντ θα τονίσει ότι έχει τόσο τη θέληση όσο και τα εργαλεία, για να αντιμετωπίσει την άνοδο που παρατηρείται πρόσφατα στις αποδόσεις των ομολόγων και να αποτρέψει την σε κάθε περίπτωση ανεπιθύμητη επιδείνωση των χρηματοδοτικών συνθηκών. Αν εκτός από μία απλή δήλωση ετοιμότητας η Γαλλίδα παράλληλα πει ή αφήσει να εννοηθεί ότι θα επιταχύνει τις αγορές ομολόγων μέσω του PEPP, οι αγορές θα αντιδράσουν θετικά.
Η ισχυρή αντίδραση (10%): Μετά τα περσινά δεν αποκλείεται η Λαγκάρντ να επιδιώξει μία πιο δυναμική παρέμβαση. Θα μπορούσε λ.χ. να ανακοινώσει νέα παράταση του QE Πανδημίας και μετά τον Μάρτιο του 2022 για να αμβλύνει τις πιέσεις που δέχονται τα ομόλογα, με αφορμή την παρατεταμένη «αστοχία» του πληθωρισμού. Οι πιέσεις, ωστόσο, του Βερολίνου και οι προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας από το β’ τρίμηνο του έτους δυσκολεύουν μία τέτοια ενέργεια.
Εδώ και μερικές εβδομάδες οι αποδόσεις των κρατικών τίτλων στην Ευρωζώνη έχουν πάρει την ανιούσα και απειλούν την οικονομική ανάκαμψη, με πρόωρη και άκρως επικίνδυνη επιδείνωση των συνθηκών ρευστότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 4 και 12 Φεβρουαρίου, τα 30ετή και 25ετή αντίστοιχα γερμανικά ομόλογα βρίσκονται σε θετικό έδαφος, ενώ η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ξεπέρασε το 1%.
Το ερώτημα είναι αν η επικεφαλής της ΕΚΤ μπορεί να κάνει κάτι που θα αλλάξει τα δεδομένα. Η Λαγκάρντ πλέον έχει την απαιτούμενη εμπειρία και είναι βέβαιο ότι θα έχει μείνει καλά χαραγμένη στη μνήμη της η περσινή της γκάφα.
Ήταν 12 Μαρτίου 2020, στο αποκορύφωμα του πανικού εξαιτίας της πανδημίας, όταν η Γαλλίδα δήλωσε ότι δεν είναι δουλειά της ΕΚΤ να ρίξει τις αποδόσεις των ομολόγων. Μέσα σε λίγες ώρες οι αποδόσεις των ομολόγων της Ευρωζώνης εκτοξεύθηκαν, με το ελληνικό 10ετές να φτάνει, από το 1,56% που βρισκόταν πριν τη δήλωση της Λαγκάρντ, στο 4%. Έτσι η ΕΚΤ αναγκάστηκε να ανακοινώσει στις 18 Μαρτίου το QE Πανδημίας (PEPP) να… ηρεμήσει τα πνεύματα.
Σήμερα ο κίνδυνος είναι ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερος, καθώς μια χλιαρή αντίδραση από την ΕΚΤ δεν αποκλείεται να επιταχύνει τη μετάδοση στην Ευρώπη από την αύξηση της απόδοσης του αμερικανικού 10ετούς στο 1,6%, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από τις 13 Φεβρουαρίου 2020. Και επειδή η ευρωπαϊκή οικονομία είναι πολύ πιο εύθραυστη από την αμερικανική, η Λαγκάρντ γνωρίζει πως αν καθυστερήσει να δράσει, τότε είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί σύντομα να λάβει πολύ πιο δύσκολες – κυρίως πολιτικά - αποφάσεις.