«Μονόδρομος η συνετή δημοσιονομική πολιτική, παρά την έξοδο από την εποπτεία», σημειώνει σε δηλώσεις του με αφορμή τη λήξη του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας της ελληνικής οικονομίας, ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών Παύλος Ραβάνης.
Ο πρόεδρος σημειώνει στη δήλωσή του, αναλυτικά, τα εξής:
«Η έξοδος της χώρας από την αυξημένη εποπτεία, συμπίπτει δυστυχώς, με την εκτόξευση σε επίπεδα ρεκόρ του κόστους ενέργειας, που επιβαρύνει υπέρογκα και απειλεί τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Τα «λουκέτα» των επιχειρήσεων, οι χαμένες θέσεις εργασίας και η συρρίκνωση των εισοδημάτων από το 2010 και μετά, με την ένταξη της χώρας στα Μνημόνια, δεν αφήνουν περιθώριο πανηγυρισμού, σε αυτή την ιδιαίτερα κρίσιμη οικονομική συγκυρία.
Είναι ελπιδοφόρο και σημαντικό, ότι η ελληνική οικονομία θα αξιολογείται πλέον σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα - κάθε εξάμηνο από τους θεσμούς και όχι κάθε τρίμηνο - ωστόσο η εκάστοτε κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσει τη συνετή δημοσιονομική πολιτική, προκειμένου να εξυπηρετείται και να μειώνεται το χρέος και να επιτευχθεί ο στόχος για την εξασφάλιση πρωτογενούς πλεονάσματος 1,1% του ΑΕΠ το 2023.
Η χώρα θα παραμείνει σε εποπτεία, όπως συμβαίνει και με τις άλλες χώρες των προγραμμάτων διάσωσης, έως ότου αποπληρώσει το 75% των δανείων, το οποίο θα συμβεί το 2059, σύμφωνα με τον σημερινό σχεδιασμό. Γι' αυτό και η πολιτική ηγεσία, θα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και να μην υποπέσει σε ολέθρια λάθη του παρελθόντος. Η Ελλάδα εξακολουθεί, μέχρι στιγμής, να μην έχει επενδυτική βαθμίδα και παραμένει στο ραντάρ των ξένων αγορών.
Δυστυχώς, παρά τις θυσίες των πολιτών και των επιχειρηματιών από το 2010 και μετά, η καθημερινότητα που βιώνουν οι Έλληνες πολίτες σήμερα, αλλά και η πραγματική κατάσταση της οικονομίας ενόψει του χειμώνα, είναι δυσοίωνη. Σήμερα ο πληθωρισμός ξεπερνάει το 11%, η τιμή του φυσικού αερίου εκτινάχθηκε έως 15% υπερβαίνοντας τα 280 ευρώ η μεγαβατώρα για παράδοση τον Σεπτέμβριο, ενώ θα απαιτηθούν επιπλέον πόροι επιδότησης των τιμολογίων του ρεύματος για τον επόμενο μήνα άνω του 1,5 δισ. ευρώ. Με αυτά τα δεδομένα, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού.
Μετά την οικονομική και την υγειονομική κρίση, η ενεργειακή κρίση δεν επιτρέπει μεγάλες ελπίδες για ανάκαμψη της επιχειρηματικότητας και ανάπτυξη της χώρας, προκειμένου να καταγραφεί το πολυπόθητο πλεόνασμα σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κράτος. Μοιραία, είναι αδύνατον να επιτευχθεί πραγματική αύξηση μισθών και συντάξεων, που θα στηρίξει την αγορά και ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που κατάφεραν να επιβιώσουν τα τελευταία 12 χρόνια.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που οι επιπτώσεις της στη χώρα, εμφανίστηκαν το 2008/09 και η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση που ακολούθησε, σε συνδυασμό με τις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης που επιβλήθηκαν από τους Θεσμούς (EE,EKT, ΔNT), επηρέασαν σημαντικά τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Την περίοδο αυτή, η δραστική μείωση του ΑΕΠ (περίπου κατά ¼) και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, είχαν αντίκτυπο στη συνολική ζήτηση και κατ' επέκταση στην οικονομική δραστηριότητα και την κερδοφορία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Παράλληλα, η κρίση στον τραπεζικό τομέα, έκανε δυσχερέστερη την πρόσβαση στην αναγκαία χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις αυτές.
Επιπρόσθετα, η οικονομική ύφεση, έφερε στην επιφάνεια τα διαχρονικά διαρθρωτικά προβλήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ιδιαίτερα τη στενή εξάρτησή τους από την εγχώρια ζήτηση και την υποεπένδυση στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, προορισμένων για τη διεθνή αγορά.
Οι ανεξέλεγκτες διαστάσεις που λαμβάνει η ενεργειακή κρίση, μπορεί να οδηγήσουν σε νέο κύκλο ύφεσης με καταστροφικές συνέπειες. Απαιτούνται νέες παρεμβάσεις και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, προκειμένου η χώρα και οι πολίτες να μην βιώσουν ξανά την εξαθλίωση και την ύφεση σε όλα τα επίπεδα».