Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Σε επικίνδυνα μονοπάτια οδηγεί την ελληνική οικονομία το κυβερνητικό επιτελείο. Στο «καλό» σενάριο δεν μπορούν να εκτιμήσουν τη ζημιά που κάνουν στην οικονομία με τη στρατηγική τους. Στο «κακό» σενάριο, όλα γίνονται βάσει σχεδίου και με στόχο να μην καταρρεύσουν τα ποσοστά τους ενόψει εκλογών.
Την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας «σνομπάρει» τις αγορές η Citi «φωνάζει» ότι όλα, από την ανάπτυξη μέχρι τους δημοσιονομικούς στόχους, θα κριθούν από την αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης. Την ώρα που το κυβερνητικό επιτελείο αναζητεί από μηχανής θεό για τις τράπεζες, αυξάνονται οι εκτιμήσεις που κάνουν λόγο για κίνδυνο επιβράδυνσης της ανάπτυξης το 2019 αν συνεχιστεί η ακατάσχετη προεκλογική παροχολογία.
Για να καταλάβει κανείς τι πραγματικά σκέφτονται στην κυβέρνηση για την έξοδο στις αγορές θα πρέπει μάλλον να έχει κληρονομικό χάρισμα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται με γνώμονα το πολιτικό συμφέρον ενόψει των εκλογών, άρα και της εικόνας που περνάει προς τα έξω ο πρωθυπουργός, και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί προτεραιότητα το συμφέρον της οικονομίας.
Αυτό αποδεικνύεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο από τις σπασμωδικές κινήσεις του κυβερνητικού επιτελείου από τα τέλη Αυγούστου αλλά κυρίως τον τελευταίο μήνα, όταν ξαφνικά κάποιοι «ξύπνησαν» και κατάλαβαν ότι οι τράπεζες θα έχουν πρόβλημα αν δεν λύσουν τον γόρδιο δεσμό των «κόκκινων» δανείων. Αν κάθε φορά χρειάζεται ένα κερδοσκοπικό χτύπημα ή η απειλή μιας κρίσης για να καταλάβουν στην κυβέρνηση τι ακριβώς συμβαίνει, τότε τα χειρότερα είναι μπροστά μας.
Όσο καθυστερούμε να βγούμε στις αγορές τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος να μην επιτευχθούν οι στόχοι για την ανάπτυξη, καθώς οι επιχειρήσεις δεν θα μπορούν να βρουν φθηνή ρευστότητα και οι τράπεζες θα πελαγοδρομούν παραμένοντας απούσες από την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Επιπλέον, θα αρχίσει να εξαντλείται το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» και με τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες στον κόσμο να έχουν μπει σε τροχιά αύξησης των επιτοκίων, η αναχρηματοδότηση του χρέους θα είναι ακριβότερη.
Δεν είναι τυχαίο ότι την ώρα που επίσημες προβλέψεις κάνουν λόγο για ενίσχυση της ανάπτυξης στο 2,4% το 2019 (από 2% που προβλέπεται για το 2018), κάνουν όλο πιο συχνά την εμφάνισή τους εκτιμήσεις για πισωγύρισμα μετά την έξοδο από το μνημόνιο, τη διαφαινόμενη κυριαρχία της μεταβλητότητας στις αγορές και τις κυβερνητικές επιδιώξεις ενόψει των εκλογών. Πρόσφατα ήταν η Capital Economics, και χθες η Citi, οι αναλυτές της οποίας τοποθετούν το ρυθμό ανάπτυξης για το 2019 στο 1,6%.
Δεν είναι, επίσης, καθόλου τυχαία η αναφορά της Citi στα μεγάλα περιθώρια λάθους που συνοδεύουν τις εκτιμήσεις της για την ελληνική οικονομία. Όπως τονίζει η Citi, αυτό συμβαίνει γιατί όλα θα εξαρτηθούν από την επενδυτική εμπιστοσύνη. «Οι μεταβολές στα επίπεδα εμπιστοσύνης στις τάξεις των ξένων επενδυτών μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικά υψηλότερη/χαμηλότερη ανάπτυξη», σημειώνει.
Τι κάνει, λοιπόν, η κυβέρνηση για να αποκαταστήσει την περιβόητη επενδυτική εμπιστοσύνη, όταν κανείς σοβαρός ξένος δεν βλέπει την Ελλάδα ως σοβαρό επενδυτικό προορισμό και όσοι το έχουν κάνει στο παρελθόν σήμερα είναι εγκλωβισμένοι;
Τη μία ο Αλ. Τσίπρας υπόσχεται ότι θα ξαφνιαστούμε με τα χαμηλά επιτόκια που θα δανειζόμαστε στη μεταμνημονιακή εποχή και λίγο μετά ο ίδιος δηλώνει ότι δεν μας… νοιάζει ιδιαίτερα αν θα βγούμε στις αγορές αφού υπάρχει το κεφαλαιακό απόθεμα. Μετά, όμως, τη μίνι χρηματιστηριακή κρίση με επίκεντρο τις τράπεζες, στην κυβέρνηση φαίνεται πως συνειδητοποίησαν ότι «θα ήταν καλό να βγούμε στις αγορές», ενώ στην ουσία πρόκειται για επιτακτική ανάγκη αφού όσο καθυστερούμε τόσο η πραγματική οικονομία κινδυνεύει να μην πάρει ποτέ ανάσα.
Έτσι, κυκλοφόρησαν διάφορα σενάρια για έξοδο στις αγορές, ενώ μέχρι και ο υποδιοικητής της ΤτΕ, εκτίμησε ότι αυτή θα γίνει σύντομα και με «λογικά» επιτόκια. Σχέδιο, ωστόσο, δεν υπάρχει. Όλα θα εξαρτηθούν από το διεθνές περιβάλλον και από το αν η κυβέρνηση θα συνεχίσει στο μοτίβο της προεκλογικής παροχολογίας και της μη τήρησης των συμφωνηθέντων (γιατί άλλωστε να τα τηρήσει αφού δεν είμαστε σε μνημόνιο) που δείχνουν ότι η χώρα δεν είναι σοβαρή.
Μόνο από την αδυναμία των τραπεζών να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές για να χρηματοδοτήσουν με βιώσιμο και αποτελεσματικό τρόπο την αναγκαία για ολόκληρη την οικονομία μείωση των «κόκκινων» δανείων, το δυνητικό κόστος για το ελληνικό δημόσιο μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 20 δισ. ευρώ. Το κόστος θα είναι ακόμη μεγαλύτερο και ο αντίκτυπος για την αγορά καταστροφικός, στην απευκταία περίπτωση που οι δυσμενείς συνθήκες στις αγορές αναγκάσουν τις τράπεζες σε νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση προσπαθεί να θολώσει τα νερά καταφεύγοντας στην πάγια τακτική της που δεν είναι άλλη από τον εσωτερικό δανεισμό (χαρακτηριστικό παράδειγμα η μεταφορά πόρων από το ΑΚΑΓΕ) και το «πάγωμα» της εξόφλησης των οφειλών της προς τον ιδιωτικό τομέα που φτάνει τα 6 δισ. ευρώ.