Του Γιώργου Φιντικάκη
Σύντομα κάποιες από τις βαλκανικές χώρες θα μας ξεπεράσουν σε κατά κεφαλήν εισόδημα. Από την Ρουμανία και τη Κροατία, που μας έχουν σχεδόν προσεγγίσει, έως τη Σλοβενία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία, και τη Πολωνία, που μας έχουν ήδη ξεπεράσει, όλες οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, συγκλίνουν ολοένα και περισσότερο με το μέσο ευρωπαϊκό όρο, όταν εμείς αποκλίνουμε.
Τα νούμερα που ανακοίνωσε η Eurostat για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη το δεύτερο τρίμηνο του 2018 σε σχέση με το πρώτο, δεν επιδέχονται αμφισβήτησης.
Αν η ελληνική οικονομία εμφάνιζε δυναμική, όπως αναμένεται να υποστηρίξει από το βήμα της ΔΕΘ ο Πρωθυπουργός, τότε το ΑΕΠ δεν θα αυξάνονταν μόλις με 0,2% το β'' τρίμηνο έναντι του α'' τριμήνου, καταγράφοντας τη δεύτερη χειρότερη επίδοση ανάμεσα στις 19 χώρες- μέλη.
Αν πράγματι η ελληνική ήταν μια οικονομία που βγαίνει δυναμικά από πολυετή κρίση, άξια να την εμπιστευτούν αγορές και επενδυτές, τότε θα αναπτύσσονταν με ρυθμό 1,4% όπως η Ρουμανία ή με 1,1% όπως η Κροατία και η Σλοβακία ή έστω με 1% σαν την Ουγγαρία και 0,8% όπως η Σλοβενία και η Βουλγαρία.
Τίποτα απ'' όλα αυτά δεν συμβαίνει. Αν υπάρχουν στην Ευρωζώνη οικονομίες με δυναμική που να αποδεικνύεται στην πράξη, όχι στα... λόγια, αυτές είναι όλες εκείνες του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπου χάρη στην πολιτική σταθερότητα που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και στις μεταρρυθμίσεις, προσελκύουν μαζικά επενδύσεις.
Αρκεί να συγκρίνει κανείς τις επιδόσεις της Ελλάδας με τις δικές τους, σχετικά με το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης. Σήμερα το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα βρίσκεται στα 24.574 δολάρια, έναντι 31.401 δολαρίων της Σλοβενίας, 30.515 δολαρίων της Σλοβακίας, 27.616 δολαρίων της Πολωνίας, 26.778 δολαρίων της Ουγγαρίας, 22.670 δολαρίων της Κροατίας, 23.313 δολαρίων της Ρουμανίας, και 18.563 δολαρίων της Βουλγαρίας.
Αν η Ελλάδα δεν κατορθώσει να ανακάμψει σύντομα, οι νέοι Έλληνες επιστήμονες δεν θα μεταναστεύουν πλέον μόνο σε Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο, αλλά σε Σόφια, Βουκουρέστι, Πράγα, Βαρσοβία.
Αν και το φαινόμενο εντοπίζεται ακόμη σε επίπεδο επιχειρήσεων καθώς υπάρχει στην γειτονιά μας ένα πολύ πιο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, η μαζική μετανάστευση στην Αν.Ευρώπη σε επίπεδο ελευθέρων επαγγελματιών ή και απλών εργαζομένων, θεωρείται απλά θέμα χρόνου. Ούτως ή άλλως αρχίζει να υπάρχει μια τέτοια τάση φυγής εργαζομένων προς κάποιες χώρες των Βαλκανίων.
Στο σύνολό της η περιοχή της Αν. Ευρώπης ξεχωρίζει για το πολύ υγιές δημοσιονομικό της περιβάλλον. Δηλαδή μικρά δημόσια χρέη της τάξης του 30%-35% του ΑΕΠ, όταν εμείς ακόμη και στις εποχές της ευμάρειας του 2006, είχαμε ένα τεράστιο χρέος, της τάξης του 103%. Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι σύμφωνα με περυσινά στοιχεία, το χρέος στη γειτονική μας FYROM ήταν στο 38,3% του ΑΕΠ, στη Βουλγαρία 30,2% του ΑΕΠ, στη Ρουμανία 39,7% του ΑΕΠ και στην Τουρκία μόλις 30,7%.
Στο σύνολό τους όλες αυτές οι χώρες κρατούν χαμηλά τις δημόσιες δαπάνες, δεν επιδίδονται σε σπατάλες με αποτέλεσμα στις περισσότερες, το δημοσιονομικό έλλειμμα, δηλαδή η διαφορά εσόδων και εξόδων, να είναι γύρω στο 3%, ποσοστό που ικανοποιεί το κριτήριο του Μάαστριχτ, και άρα δεν συσσωρεύουν χρέος. Σαν αποτέλεσμα ο μέσος όρος δημοσίου χρέους στην Αν. Ευρώπη βρίσκεται κάτω του 60%, καλύπτοντας αντίστοιχο κριτήριο του Μάαστριχτ.
Διακρίνονται δηλαδή για ένα υγιές περιβάλλον που τους δίνει την δυνατότητα να χρηματοδοτούν την ανάπτυξή τους χωρίς ιδιαίτερα προσκόμματα, και να βγαίνουν εύκολα στις αγορές, όχι όπως στη περίπτωση της Ελλάδας, όπου το πολιτικό αυτό αφήγημα της κυβέρνησης, έχει αποδειχθεί τις τελευταίες εβδομάδες, κενό περιεχόμενου.