Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Αβέβαιο είναι το ιδιοκτησιακό μέλλον της μεγαλύτερης ελληνικής ασφαλιστικής μετά τις διαδοχικές αποτυχημένες προσπάθειες εξεύρεσης σοβαρού και μακροπρόθεσμου επενδυτή, ενώ το μέγα φιάσκο με την Exin αφενός συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά το κλίμα απέναντι στην εταιρεία και αφετέρου καταδεικνύει τις σοβαρές κυβερνητικές ευθύνες.
Δυστυχώς, οι επιπτώσεις της επιμονής του Αλέξη Τσίπρα για «ελληνοαμερικανικά» κεφάλαια – μέχρι και ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ είχε παρέμβει – χωρίς να υπάρχουν οι απαιτούμενες εγγυήσεις, σε ένα deal που «εγκλώβισε» για σχεδόν ένα χρόνο την Εθνική Ασφαλιστική, γίνονται σήμερα αισθητές με τον πλέον βίαιο τρόπο.
Για να δεχθεί η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DGComp) την παράταση της πώλησης το αργότερο έως το τέλος του 2020 επέβαλε στην διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας να αυξήσει το ελάχιστο ποσοστό πώλησης σε 80%, από 75% προηγουμένως. «Όσο δεν βγάζετε από τον ισολογισμό την Εθνική Ασφαλιστική, τόσο θα μειώνεται το ποσοστό που θα κρατήσετε», είναι το μήνυμα των εποπτικών αρχών.
Αναλυτές εκτιμούν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει το τίμημα στα 718 εκατ. ευρώ που προσέφερε η Exin, όταν η Fosun έδινε περίπου 150 εκατ. ευρώ λιγότερα και μεγάλες ευρωπαϊκές ασφαλιστικές απέχουν από τη διαδικασία.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Εθνική Τράπεζα είναι υποχρεωμένη να «ξεφορτωθεί» την κερδοφόρο θυγατρική της είτε μέσω της εξαγοράς του 80% από κάποιο στρατηγικό επενδυτή, είτε μέσω της εισαγωγής της στο χρηματιστήριο. Η διοίκηση του Παύλου Μυλωνά τάσσεται ανοιχτά υπέρ της επανάληψης του διαγωνισμού για την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής, καθώς όπως υποστηρίζει ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ, «η πώληση σε στρατηγικό επενδυτή θα έχει διπλό όφελος για την τράπεζα».
Όμως το σύνθημα του κ. Πυλωνά είναι «όχι άλλη αποτυχία» καθώς η Εθνική Τράπεζα καλείται να βρει λύση σε μία σειρά προβλημάτων. Το ένα είναι το εξαιρετικά σφιχτό χρονοδιάγραμμα, ένα άλλο είναι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, ενώ εκφράζονται ανησυχίες και για τον «χαρακτήρα» του νέου ιδιοκτήτη της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Αν και όλα τα ανοιχτά αυτά ζητήματα συνδέονται μεταξύ τους, το τελευταίο είναι ίσως το πιο σημαντικό. Και αυτό γιατί είναι άλλες οι προοπτικές της ιστορικής ασφαλιστικής αν την εξαγοράσει ένας μεγάλος ξένος «παίκτης» του κλάδου ποντάροντας στην ανάκαμψη της οικονομίας και άλλες αν βρεθεί στα χέρια funds, τα οποία εκ φύσεως θα θέλουν στο μέλλον να την πουλήσουν αποκομίζοντας κέρδος.
Είναι εύλογο, λοιπόν, να υπάρχουν ανησυχίες στις τάξεις των 800 σχεδόν εργαζόμενων της εταιρείας για το μέλλον της ασφαλιστικής που φέτος συμπληρώνει 128 χρόνια λειτουργίας. Διότι δεν είναι εύκολο να βρεθεί ένας ακόμη Πρεμ Γουάτσα και μία Fairfax που επενδύει μακροπρόθεσμα σε ασφαλιστικές εταιρείες.
Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, στην ουσία η διοίκηση της ΕΤΕ θα πρέπει να αρχίσει να ψάχνει για σοβαρό επενδυτή από… σήμερα και σίγουρα πριν τις εκλογές του Οκτωβρίου και να έχει βρει τους «μνηστήρες» έως το τέλος του έτους. Στο αναθεωρημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης αναφέρεται ρητά ότι η Εθνική Τράπεζα θα πρέπει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019 να έχει δεχθεί δεσμευτικές προσφορές με στόχο να έχει υπογραφεί η συμφωνία πώλησης έως τις 30 Ιουνίου 2020.
Αν και πάλι δεν στεφθεί με επιτυχία η απόπειρα πώλησης, τότε θα πρέπει να γίνει αρχική δημόσια προσφορά και να έχει πωληθεί το 51% των μετοχών μέσω IPO έως τις 29 Φεβρουαρίου του 2020 και το υπόλοιπο ποσοστό έως 80% μέχρι το τέλος του έτους.
Πάντως, σήμερα σοβαρό ενδιαφέρον δεν υπάρχει και ο βασικότερος λόγος είναι οι εκλογές. Η Εθνική Ασφαλιστική διαθέτει το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς δίκτυο πωλήσεων με 150 γραφεία σε όλη την Ελλάδα με περισσότερους από 2.000 ασφαλιστικούς συμβούλους και 1.400 συνεργαζόμενα πρακτορεία, ενώ διαθέτει και το μεγάλο πλεονέκτημα του δικτύου καταστημάτων της Εθνικής Τράπεζας. Όμως η χώρα βρίσκεται σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο ενώ το διάστημα από τις εκλογές του Οκτωβρίου έως το τέλος του έτους είναι πολύ μικρό για να προκύψουν δεσμευτικές προσφορές και μάλιστα από επενδυτές που θα πληρούν το σύνολο των κριτηρίων.
Θα πρέπει επίσης να διασφαλιστεί με κάποιο τρόπο ότι το τίμημα θα είναι ικανοποιητικό την ώρα που όλοι οι εν δυνάμει ενδιαφερόμενοι γνωρίζουν την υποχρέωση της Εθνικής Τράπεζας να πουλήσει, που σημαίνει ότι πολύ δύσκολα θα ανεβάσουν τις προσφορές τους.
Κατά συνέπεια, η αποστολή της διοίκησης της Εθνικής μόνο εύκολη δεν είναι καθώς από τη μία πλευρά πρέπει να ολοκληρωθεί η πώληση υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και προϋποθέσεις και από την άλλη το «φάντασμα» της Exin συνεχίζει να στοιχειώνει την πώληση.
Η διαδικασία πώλησης ξεκίνησε το 2016 και στις 28 Ιουνίου του 2017 υπογράφηκε η συμφωνία με την Exin, ωστόσο το ενδιαφερόμενο επενδυτικό σχήμα με επικεφαλής τον Ματ Φέρφιλντ δεν κατάφερε να δείξει… το χρώμα του χρήματος μέχρι τις 28 Μαρτίου του 2018, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η συμφωνία.
Στη συνέχεια η διαδικασία ξεκίνησε εκ νέου αλλά η κινεζική Fosun αποχώρησε και έμεινε η επίσης κινεζική – αλλά άγνωστη – Gongbao. Λόγω της έλλειψης ικανοποιητικής πληροφόρησης για το από που θα προέρχονταν τα χρήματα της συναλλαγής αλλά και για τις προθέσεις της Gongbao, ούτε αυτή η υπόθεση είχε αίσιο τέλος.