Μία από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία που απασχολεί πάρα πολύ τους πολίτες των χωρών που δεν έχουν δική τους μεγάλη αγροτική παραγωγή και βασίζονται στις εισαγωγές είναι η σημαντική αύξηση της τιμής του σιταριού. Η μεγάλη άνοδος της τιμής του, κατά περίπου 70%, αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή, ήταν μία σχετικά λογική αντίδραση των αγορών, αφού η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη εξαγωγός χώρα στον κόσμο και η Ουκρανία είναι και αυτή μία μεγάλη δύναμη, και οι δύο μαζί έχουν κοντά στο 30% των παγκόσμιων εξαγωγών σίτου.
Παρά το γεγονός ότι η εκτίμηση της πραγματικής κατάστασης, πενήντα μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, είναι πολύ δύσκολη, φαίνεται πως η ροή των ρωσικών εξαγωγών έχει αποκατασταθεί μερικώς, ενώ οι ουκρανικές εξαγωγές (που είναι ούτως ή άλλως αρκετά μικρότερες από τις ρωσικές), αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες λόγω της πολιορκίας των περισσότερων λιμανιών της χώρας από τις ρωσικές δυνάμεις. Από το Reuters μαθαίνουμε πως η Αίγυπτος εισήγαγε τον Μάρτιο 24% παραπάνω ρωσικό σιτάρι απ’ ότι την αντίστοιχη περσινή περίοδο, ενώ αντίθετα, 42% λιγότερο ουκρανικό.
Δεν γνωρίζουμε πολλά άλλα τέτοια συγκεκριμένα παραδείγματα, αλλά φαίνεται πως οι αρχικοί φόβοι για πλήρη διακοπή των εξαγωγών σιταριού από τα ρωσικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας αποδεικνύονται (τουλάχιστον μέχρι τώρα) κάπως υπερβολικοί. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση, λόγω των υψηλών τιμών, της Ινδίας, η οποία αποφάσισε να εκμεταλλευθεί την περίσταση για να πουλήσει μέρος των μεγάλων της αποθεμάτων, έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην σχετική υποχώρηση των διεθνών τιμών του σιταριού, που από το ιστορικό ρεκόρ των 14 δολαρίων/μπούσελ έφθασε μέχρι τα 10 περίπου. Τις τελευταίες όμως μέρες, η τιμή άρχισε πάλι να ανεβαίνει, κυρίως λόγω των ανησυχιών για την ποιότητα της φετινής αμερικανικής σοδειάς σιταριού, η οποία φαίνεται πως δεν είναι πολύ καλή. Η τιμή λοιπόν είναι κοντά στα 11 δολάρια/μπούσελ, και μάλλον δεν θα πέσει πολύ εύκολα, όσο ο πόλεμος συνεχίζεται και παραμένει ο φόβος για επιβολή ακόμα αυστηρότερων κυρώσεων στην Ρωσία.
Για όσες χώρες βασίζονται σε εισαγωγές σιταριού, τα πράγματα χειροτερεύουν αφού στην μεγάλη αύξηση της τιμής του προϊόντος προστίθενται η αντίστοιχη άνοδος του μεταφορικού κόστους και η εκτόξευση των ασφαλίστρων που ζητούν οι εταιρείες προκειμένου να ασφαλίσουν τα πλοία και τα φορτία τους όταν πρόκειται να ταξιδέψουν προς και από την Μαύρη Θάλασσα για να μεταφέρουν τα αποθέματα από τις ρωσικές σιταποθήκες. Το αποτέλεσμα είναι η πολύ μεγάλη οικονομική επιβάρυνση των κρατικών προϋπολογισμών των περισσότερων χωρών της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, οι οποίες παραδοσιακά επιδοτούν την κατανάλωση ψωμιού από τους φτωχούς πολίτες τους.
Προφανώς δεν αναφερόμαστε στις χώρες μέλη του ΟΠΕΚ που δεν ξέρουν τι να κάνουν τα δολάρια που συσσωρεύονται στα κρατικά τους θησαυροφυλάκια, αλλά σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Τυνησία και ο Λίβανος που ήδη βρίσκονται και σε σχετικά αδύναμη οικονομική κατάσταση. Γνωρίζοντας αυτά, δεν μας κάνει εντύπωση ένα ρεπορτάζ του Bloomberg, το οποίο περιγράφει την πολύ δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πολίτες αυτών των χωρών ενόψει του εορτασμού της μεγάλης γιορτής του Ισλάμ, του ραμαζανιού. Η σημαντικότατη αύξηση του κόστους των τροφίμων (όχι μόνο του σιταριού) έχει βάλει σε κίνδυνο τον παραδοσιακό τρόπο εορτασμού κατά την διάρκεια του ιερού μήνα.
Παραδοσιακά, οι πιστοί νηστεύουν αυστηρά καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας και το βράδυ, μόλις δοθεί η σχετική άδεια από τον ιερέα, αρχίζει ένα είδος γιορτής το οποίο χαρακτηρίζεται από την αφθονία φαγητών στο εορταστικό τραπέζι. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του πρακτορείου, οι περισσότεροι πολίτες της χώρας δεν θα είναι σε θέση να γιορτάσουν με τον παραδοσιακό τρόπο. Αυτό είναι κάτι που κάνει τους πιστούς να αισθάνονται πολύ άσχημα. Είναι σαν να μην μπορούμε εμείς το Πάσχα να φάμε το παραδοσιακό αρνί, την μαγειρίτσα και τα τσουρέκια μας.
Τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα που ο Αιγύπτιος πρόεδρος Σίσι, μιλώντας προς τον λαό, λίγες μέρες πριν την 2α Απριλίου που σήμανε την έναρξη της ιερής περιόδου του ραμαζανιού, απηύθυνε έκκληση για συγκρατημένη κατανάλωση τροφίμων κατά την διάρκεια των εορτασμών, διαβεβαιώνοντας τους πολίτες πως και το δικό του τραπέζι θα είναι φέτος πολύ πιο λιτό. Τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στους κρατικούς προϋπολογισμούς πολλών χωρών είναι τόσο μεγάλα που τις έχει αναγκάσει να απευθύνουν εκκλήσεις για βοήθεια, προς τις γειτονικές τους πλούσιες χώρες ή τους διεθνείς οργανισμούς. Η Αίγυπτος έχει ήδη δεχθεί οικονομική ενίσχυση από την Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ιράν διαβεβαιώνει τον Λίβανο πως θα του στείλει σιτάρι αν χρειαστεί, ενώ η Τυνησία και το Μαρόκο σκέφτονται να ζητήσουν την βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Σε όλη αυτή την υπόθεση βέβαια, υπάρχουν και μεγάλοι κερδισμένοι, οι οποίοι δεν είναι όμως οι αγρότες που έχουν να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες αυξήσεις στην τιμή της ενέργειας και των λιπασμάτων, αλλά και την αύξηση του εργατικού κόστους. Αυτοί που κερδίζουν πραγματικά είναι οι μεγάλες παγκόσμιες επιχειρήσεις που εμπορεύονται κάθε είδους αγροτικά προϊόντα. Την προηγούμενη χρονιά τα κέρδη τους αυξήθηκαν σημαντικά, και αν οι τιμές των σιτηρών, της σόγιας, της ζάχαρης, κ.λ.π. παραμείνουν στα τωρινά επίπεδα, τα κέρδη για το 2022 θα είναι ακόμα μεγαλύτερα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε πως τα κέρδη της Louis Dreyfus, μίας από τις μεγάλες εταιρείες του χώρου, αυξήθηκαν το 2021 κατά 82%. Αντίστοιχα, τα κέρδη της Cargill για το οικονομικό της έτος που έληξε πέρυσι τον Αύγουστο, ήταν τα μεγαλύτερα στην ιστορία της επιχείρησης, αφού έφθασαν τα 5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Προφανώς, τα κέρδη για το τρέχον οικονομικό έτος θα είναι πολύ μεγαλύτερα. Αυτό δεν έχει ξεφύγει από τους αναλυτές του Bloomberg Billionaire Index, οι οποίοι μας ενημέρωσαν, μέσω της ιστοσελίδας του Bloomberg φυσικά, πως άλλα τρία μέλη των δύο οικογενειών που ελέγχουν εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια την εταιρεία προστέθηκαν στον κατάλογο με τους 500 πλουσιότερους Αμερικανούς, για να κάνουν παρέα στους δύο συγγενείς τους που είχαν φθάσει ήδη εκεί. Όπως μαθαίνουμε από το ίδιο ρεπορτάζ, τον περασμένο Σεπτέμβριο μία από τις δύο οικογένειες, η Cargill, ήταν η 11η πλουσιότερη οικογένεια στον κόσμο.
Υποπτευόμαστε πως τον επόμενο Σεπτέμβριο θα έχει μπει πλέον στην πρώτη δεκάδα, και δεν αποκλείουμε την πιθανότητα να την ακολουθήσει σύντομα και η οικογένεια MacMillan. Όμως, αυτό που έμεινε σε μας από το ρεπορτάζ του αμερικανικού πρακτορείου είναι η εκτίμηση του εμπορικού διευθυντή της γιγαντιαίας επιχείρησης, ο οποίος πιστεύει πως η κατάσταση για τα αγροτικά προϊόντα θα παραμείνει δύσκολη για αρκετό καιρό, ακόμα και μετά την λήξη του πολέμου, με τις τιμές τους να μην αποκλιμακώνονται εύκολα. Πολύ καλό αυτό για την εταιρεία του, αλλά μάλλον κατάρα για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε διάφορες χώρες της γης.