Οι ελληνικές τράπεζες ενδέχεται να έρθουν αντιμέτωπος με ένα φαινόμενο «μπροστά στο χείλος του γκρεμού» όταν αρθούν τα μορατόριουμ αποπληρωμής σε δάνεια λόγω πανδημίας και αναμένουν ένα δύσκολο 2021, ωστόσο η κατάστασή τους παραμένει διαχειρίσιμη εκτιμούν αναλυτές της S&P.
Ειδικότερα, ανάλυση του οίκου επισημαίνει ότι όπως και πολλές τράπεζες στην Ευρώπη, οι ελληνικές είχαν «παγώσει» αποπληρωμές δανείων ύψους περίπου 30 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2021 στα πλαίσια των μέτρων για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές επιτπώσεις του κορονοϊού, με τελική προθεσμία για τους περισσότερους δανειολήπτες να είναι στα τέλη Μαρτίου.
Σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε, επισημαίνει η έκθεση, η Κομισιόν είχε προειδοποίησει τον περασμένο Νοέμβριο για το ενδεχόμενο να βρεθούν ενόψει φαινομένου «στο χείλος του γκρεμού» όταν αρθούν τα μορατόριουμ.
Μιλώντας στους αναλυτές της S&P, ο CFO της Eurobank Χάρης Κοκολογιάνννης, ενημέρωσε ότι στο τέλος του γ΄ τριμήνου 2020 η τράπεζα είχε δάνεια 4,9 δισ. ευρώ σε αναστολή, με σκοπό τα επεκτείνει εκείνα των πελατών της στους κλάδους των ταξιδίων και του τουρισμού.
Την ίδια ώρα, η Alpha bank είχε ανακοινώσει «παγωμένα» δάνεια ύψους 5,4 δισ. ευρώ στο τρίτο τρίμηνο, η Εθνική Τράπεζα 3,6 δισ. ευρώ και η Πειραιώς 5,3 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με την Fitch δε, το 14% περίπου των δανείων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρισκόταν υπό αναστολή στα τέλη του Ιουνίου του 2020.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει στην S&P ο Paul Hollingworth, αναλυτής της Creative Portfolios και συνεργάτης της ανεξάρτησης ερευνητικής πλατφόρμας επενδύσεων SmartKarma, «η Ελλάδα είναι σε μια διαχειρίσιμη αλλά περίπλοκη κατάσταση».
Σχετικά με τη λιανική τραπεζική ο ίδιος εκτιμά ότι το πρόγραμμα «Γέφυρα» της ελληνικής κυβέρνησης, που επιδοτεί δανειολήπτες στεγαστικών δανείων για την αποπληρωμή δόσεων πρώτης κατοικίας, θα προσφέρει μια ευπρόσδεκτη στήριξη στις τράπεζες όταν λήξουν τα μορατόριουμ.
"Το πρόγραμμα «Γέφυρα»... συνιστά μια βελτίωση κατά πολλούς τρόπους αναφορικά με τους ηθικούς κινδύνους που είχε ο (προηγούμενος) νόμος Κατσέλη και είναι πιο αποτελεσματικό από αυτόν. Η κυβέρνηση λαμβάνει υπόψη της κυρίως τις πραγματικές ανάγκες παρά την κακώς δομημένη και ακριβότερη κάλυψη», ανέφερε ο P. Hollingworth.
Όπως, επισημαίνει η ανάλυση της S&P, το εν λόγω πρόγραμμα τέθηκε σε ισχύ τον Νοέμβριο του 2020 και έχει σχεδιαστεί για να υποστηρίζει τους δανειολήπτες για εννεάμηνη περίοδο. Περισσότεροι από 160.000 δανειολήπτες είχαν αιτηθεί επιδοτήσεως έως τις αρχές Ιανουαρίου, ενώ τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο το υπουργείο Οικονομικών είχα καταβάλει 23 εκατ. ευρώ σε 38.000 δανειολήπτες βάσει του προγράμματος.
Επιπλέον, όπως ανέφερε σε συνέντευξη ο διευθυντής χρηματοοικονομικών οργανισμών της Fitch ratings, Pau labro Vila, οι τράπεζες ίσως προχωρήσουν και σε δικές τους συμφωνίες αναδιάρθρωσης με τους δανειολήπτες εκτός κρατικών επιδοτήσεων.
«Αναπόφευκτη ζημιά»
Πάντως, ένας βαθμός ζημίας είναι αναπόφευκτος σημειώνουν οι αναλυτές της S&P, επισημαίνοντας ότι η ελληνική κεντρική τράπεζα είχε εκτιμήσει τον Δεκέμβριο πως αναμένει ότι η πανδημία θα δημιουργήσει από 8 εως 10 δισ. ευρώ νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Κάτι που όμως δεν πλησιάζει καν την κορύφωση του τελευταίου πιστωτικού κύκλου, όταν τα NPLs είχαν φτάσει τα 107 δισεκατομμύρια ευρώ το 2016.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι CEO είναι ήδη προετοιμασμένοι για τον αντίκτυπο, με τον Παύλο Μυλωνά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος να αναφέρει στο τελευταίο earnings call της τράπεζας ότι αναμένει να «κοκκινήσουν» από το 15% έως το 20% των δανείων που υπόκεινται σε αναστολή.
Από την πλευρά του ο Goksenin Karagoez, αναλυτής πιστώσεων της S&P Global Ratings, δηλώνει ότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί με οποιοδήποτε βαθμό ακρίβειας το πόσο σοβαρό θα είναι το επίπεδο των νέων NPLs καθώς εξαρτάται από την πρόοδο της επιχείρησης εμβολιασμού και την ταχύτητα της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Jonas Floriaani, διευθυντής τραπεζιιής στην Axia Ventures, συμφωνεί ότι είναι δύσκολο να οριστεί το ύψος των πιθανές αθετήσεων πληρωμών σε αυτό το σημείο.
«Θα χρειαστούν κάποιοι μήνες μέχρι να γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει», σημείωσε, προσθέτοντας ότι «ασφαλώς θα εξαρτηθεί από το μακροοικονομικών περιβάλλον στους επόμενους μήνες», καθώς και ότι τα αποτελέσματα του δ΄ τριμήνου για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες μπορεί να δώσουν μια σαφέστερη εικόνα.