Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Με την αγορά να εισέρχεται με… κομμένη την ανάσα σε μία ακόμη εβδομάδα με πολλά ανοιχτά μέτωπα, οι τράπεζες συνεχίζουν να βρίσκονται στο επίκεντρο, ενώ το θέμα της bad bank – ή άλλων παρόμοιων λύσεων – φαίνεται ότι θα μας απασχολεί για αρκετό καιρό ακόμη.
Οι τραγικοί κυβερνητικοί χειρισμοί αναφορικά με την οικονομική σταθερότητα της χώρας και την αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης σε ένα εκρηκτικό διεθνές περιβάλλον, καθιστούν αναγκαία την εξεύρεση δραστικών λύσεων για την ταχύτερη «κάθαρση» των τραπεζικών ισολογισμών από «κόκκινα» δάνεια.
Σε αυτό το πλαίσιο, πληροφορίες αναφέρουν ότι ειδικό κλιμάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος, σε συνεργασία με τεχνοκράτες του υπουργείου Οικονομικών, επεξεργάζεται ένα φιλόδοξο σχέδιο που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αλλάξει τα δεδομένα για τις ελληνικές τράπεζες και να επιταχύνει με τρομακτικούς ρυθμούς τη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs).
Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το liberal.gr, το σχέδιο – το οποίο βρίσκεται σε φάση τεχνικής και νομικής τεκμηρίωσης - προβλέπει την δημιουργία «οχημάτων ειδικού σκοπού», των γνωστών SPV, τα οποία θα αναλάβουν NPEs από τους πιο «φορτωμένους» κλάδους της οικονομίας. Αν το σχέδιο προχωρήσει και λάβει το πράσινο φως από την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DGComp), εκτιμάται ότι θα περιοριστούν σημαντικά οι κερδοσκοπικές πιέσεις κατά των τραπεζών και παράλληλα θα βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα.
Παρ' όλα αυτά, χρειάζονται εξαιρετικά προσεκτικές κινήσεις αλλά και χρόνος για να εφαρμοστεί μία τέτοια λύση. Κοινοτικές πηγές, μάλιστα, αναφέρουν ότι η DGComp θα μπορούσε να εγκρίνει ακόμη και ένα σχέδιο που προβλέπει τη χρήση χρημάτων από το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» χωρίς να θεωρείται αυτή η «παρέμβαση» κρατική ενίσχυση που εμπίπτει στην Οδηγία BRRD, τη γνωστή σε όλους κοινοτική οδηγία για το bail-in.
Για να πει το πολυπόθητο «ναι» η Κομισιόν και να επιτρέψει την κατ' εξαίρεση «παράκαμψη» των κοινοτικών κανονισμών θα πρέπει πρώτα απ' όλα να υπάρχει ένα λεπτομερές, αξιόπιστο, αποτελεσματικό και πλήρως τεκμηριωμένο σχέδιο. Οι μέχρι στιγμής πληροφορίες θέλουν την πρόταση του ΤΧΣ για τη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα διαχείρισης να μην συγκεντρώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και αν επιβεβαιωθούν σημαίνει ότι θα απορριφθεί.
Υπάρχει, λοιπόν, η δυνατότητα να ξεπεραστεί ο σκόπελος της «κρατικής βοήθειας». Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της συμμετοχής και ιδιωτών επενδυτών με σημαντικό – αν και μικρότερο από του δημοσίου - ποσοστό.
Για να συμμετάσχουν, όμως, ιδιώτες σε ένα τέτοιο εγχείρημα, θα πρέπει να πιστέψουν ότι πρόκειται για μία πραγματικά βιώσιμη λύση και όχι για κάποιο «πυροτέχνημα» που εξυπηρετεί πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες. Με τη δημιουργία διαφορετικών SPV για κάθε μεγάλο κλάδο της οικονομίας εκτιμάται ότι επενδυτές, μεταξύ των οποίων και όσα εξειδικευμένα funds έχουν ήδη αναλάβει τη διαχείριση NPEs, είναι πιο πιθανό να δείξουν ενδιαφέρον για να συμμετάσχουν πιο ενεργά.
Με την εμπλοκή ιδιωτών επενδυτών και τη χρήση χρημάτων από το κεφαλαιακό «μαξιλάρι», οι τράπεζες θα μπορούσαν να «ξεφορτωθούν» NPEs μερικών δεκάδων δισεκατομμυρίων και να μειώσουν με μία κίνηση το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων σχεδόν στο μισό. Για παράδειγμα, αν χρησιμοποιηθούν συνολικά 10 δισ. ευρώ (δημόσιο και ιδιώτες), τα δάνεια που θα μεταφερθούν από τους τραπεζικούς ισολογισμούς δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν και τα 40 δισ. ευρώ, κάτι που θα εξαρτηθεί από τις τιμές στις οποίες θα αγοραστούν.
Το βασικό σενάριο είναι η DGComp να ζητήσει να αγοραστούν τα δάνεια σε τιμές αγοράς έτσι ώστε να μην χρειαστούν νέες προβλέψεις οι τράπεζες, ωστόσο είναι πολύ νωρίς για να γνωστοποιηθούν οι λεπτομέρειες του εγχειρήματος.
Υπενθυμίζεται ότι μία πρώτη «παράκαμψη» της Οδηγίας έλαβε χώρα στην Ιταλία στο πλαίσιο της διάσωσης των δύο τραπεζών της περιφέρειας Βένετο, όταν το ιταλικό δημόσιο δαπάνησε 17 δισ. ευρώ. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι με τις συνθήκες στις αγορές να είναι εξαιρετικά δυσμενείς θα έχει μεγάλη σημασία να δούμε πόσα χρήματα προτίθεται να χρησιμοποιήσει το δημόσιο από το κεφαλαιακό μαξιλάρι και ποιες θα είναι οι αντιδράσεις των αγορών.
Διότι από τη μία υπάρχει η πιθανότητα να ξεμπλοκάρει ο τραπεζικός κλάδος από τον βραχνά των «κόκκινων» δανείων, ωστόσο η διαχείρισή τους θα συνεχίσει να επιβαρύνει την οικονομία, ενώ πλέον το δίχτυ προστασίας θα έχει περιοριστεί ανάλογα με τα κεφάλαια που θα διαθέσει το δημόσιο για τις εγγυήσεις.