Τι θα συμβεί αν συνεχιστούν για καιρό οι αναταράξεις που προκαλεί διεθνώς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία; Σε αυτό το ερώτημα έρχεται να απαντήσει το «δριμύ» σενάριο που για πρώτη φορά εξετάζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις μακροοικονομικές της προβλέψεις. Πρόκειται για το χειρότερο πιθανό σενάριο που έρχεται να προστεθεί στο δυσμενές σενάριο, ενώ δεν υπάρχει «καλό» αλλά μόνο «βασικό» σενάριο.
Στο χειρότερο, λοιπόν, σενάριο που εξετάζει η ΕΚΤ, η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα διαμορφωθεί στο 2,3% το 2022, έναντι του 3,9% που προβλεπόταν πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και του 3,7% που κάνει λόγο το νέο βασικό σενάριο της ΕΚΤ. Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ θα είναι ακόμη χαμηλότερος το 2023 και οριακά θετικός το 2024.
Παράλληλα, ο πληθωρισμός θα εκτιναχθεί στο 7,1% στο σύνολο του 2022, έναντι 5,1% που προβλέπει το βασικό σενάριο και θα διατηρηθεί πάνω από το 2% έως το 2024.
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι στο χειρότερο σενάριο η ΕΚΤ φοβάται τον στασιμοπληθωρισμό, μία περίοδο δηλαδή κατά την οποία η ανάπτυξη θα παραμείνει χαμηλή και ο πληθωρισμός υψηλός, πυροδοτώντας πιθανότατα νέα οικονομική κρίση.
Ας δούμε αναλυτικά τι κρύβουν οι ανακοινώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά και τα όσα συνέβησαν στη χθεσινή συνεδρίαση των 25 μελών του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωτράπεζας.
Η μεγάλη μάχη που αναμενόταν να λάβει χώρα στη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου, με φόντο την άνοδο του πληθωρισμού και τη διελκυστίνδα Βορρά-Νότου για την ταχύτητα του tapering και τον ορίζοντα αύξησης των επιτοκίων, δεν ματαιώθηκε.
Έγινε χθες και μάλιστα σε ανεβασμένους τόνους, παρά το γεγονός ότι από την προηγούμενη συνεδρίαση έχει μεσολαβήσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η ραγδαία κλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης.
Σε πρώτη ανάγνωση «πέρασε» η γραμμή του Βερολίνου και της ομάδας των γερακιών, καθώς η Λαγκάρντ ξάφνιασε τους αναλυτές ανακοινώνοντας ότι οι αγορές ομολόγων θα επιβραδυνθούν έως τον Ιούνιο και δεν αποκλείεται να τερματιστούν έως τον Σεπτέμβριο.
Σημειώνεται ότι η επικρατούσα εκτίμηση πριν τη συνεδρίαση ήταν ότι η ΕΚΤ θα «πάγωνε» τα σχέδια επιτάχυνσης του tapering μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο έτσι ώστε να μπορεί να γίνει μία όσο το δυνατόν ασφαλέστερη πρόβλεψη για τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.
Η Goldman Sachs, για παράδειγμα, ανέφερε σε χθεσινό της σημείωμα ότι η ΕΚΤ θα… πατούσε φρένο, θεωρώντας πιθανό να συνέχιζε τις αγορές ομολόγων στο σύνολο του 2022, ενδεχομένως και στις αρχές του 2023. Η αμερικανική τράπεζα επικαλούνταν την υποβάθμιση των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη που σε συνδυασμό με τον αυξημένο πληθωρισμό επαναφέρει τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού στην Ευρώπη.
Γιατί, λοιπόν, η ΕΚΤ ενέδωσε στις πιέσεις του Βερολίνου; Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι η χθεσινή υπαναχώρηση του Νότου έγινε για λόγους πολιτικούς και σχετίζεται με τη γενικότερη αντιμετώπιση της κρίσης και τις αποφάσεις που καλείται να λάβει συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε μια διαπραγμάτευση κάτι δίνεις και κάτι παίρνεις, σημειώνουν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η στάση της ΕΚΤ είναι το αντίβαρο στις όποιες αποφάσεις για την έκδοση ευρωομολόγου.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι το κοινό ανακοινωθέν πέρασε από χίλια κύματα μέχρι να συμφωνήσουν όλοι. Η πλευρά του Νότου απαίτησε και τελικά εξασφάλισε τη φράση για τα επιτόκια, ότι θα αυξηθούν «κάποια στιγμή μετά τη λήξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων», αφήνοντας έτσι έναν ασαφή ορίζοντα. «Μπορεί να είναι λίγες εβδομάδες μετά, μπορεί και κάποιους μήνες», είπε η Λαγκάρντ.
Αναλυτές πλέον εκτιμούν ότι το κανονικό QE ή APP, θα ολοκληρωθεί τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο και πως θα σημειωθεί μία αύξηση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων μέσα στο 2022, ανάλογα πάντα με τις εξελίξεις στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Όσο για τις μακροοικονομικές προβλέψεις, αναλυτές προειδοποιούν ότι αυξάνονται συνεχώς οι πιθανότητες το δυσμενές σενάριο να πάρει τη θέση του βασικού. Σήμερα αναμένεται να δοθούν στη δημοσιότητα τα τρία σενάρια των οικονομολόγων της ΕΚΤ, βάσει των οποίων καταρτίζεται η νομισματική πολιτική στην Ευρωζώνη και λήφθηκαν οι χθεσινές αποφάσεις που ανακοίνωσε η Λαγκάρντ.