Με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκαν οι αντικειμενικές αξίες σε 12 περιοχές της Ελλάδας, χωρίς ωστόσο οι αποφάσεις του ΣτΕ να έχουν αναδρομική ισχύ. Οι ακυρώσεις αφορούν ακίνητα στην περιοχή της Πλάκας, της Φιλοθέης- Ψυχικού, της Αγίας Βαρβάρας, της Εκάλης και της Τήνου, ενώ πλέον το υπουργείο Οικονομικών υποχρεούται να τις επανακαθορίσει με βάση τη δικαστική απόφαση. Παράλληλα υφίσταται και ενδεχόμενο να αλλάξει ο υπολογισμός του ΕΝΦΙΑ.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας με αποφάσεις του ακύρωσε τις αντικειμενικές αξίες του περασμένου έτους, σε 12 περιοχές της χώρας και συγκεκριμένα σε Ζώνη των Αθηνών στην περιοχή της Πλάκας, στις Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄ και ΣΤ΄ Ζώνες του Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού, στην Ε΄ Ζώνη Εκάλης, στις Α΄ Ζώνη Αγίας Βαρβάρας και στην Α΄ Ζώνη Αετοφωλιάς Δήμου Τήνου και στην Ζώνη της Λιλαίας του Δήμου Δελφών.
Οι αποφάσεις που ελήφθησαν από τη μείζονα 7μελής σύνθεσης Β΄ Τμήματος του ΣτΕ με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαίρη Σαρπ και εισηγητή τον πάρεδρο Ιωάννη Δημητρακόπουλο, υπ΄ αριθμ. 1865-1870, 1872-1876 και 1879/2019, έκριναν παράνομο τον καθορισμό τιμών ζώνης κατά το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, που έγινε από το υπουργείο Οικονομικών το περασμένο έτος, λόγω πλημμελούς διαδικασίας κατά τον καθορισμό τους και για το λόγο αυτό έγιναν δεκτές οι αιτήσεις ακυρώσεως ιδιοκτητών ακινήτων 12 περιοχών της χώρας.
Συγκεκριμένα, οι σύμβουλοι Επικρατείας ακύρωσαν την υπ' αριθμ. ΠΟΛ. 1113/12.6.2018 απόφαση της υφυπουργού Οικονομικών κατά το μέρος εκείνο με το οποίο ορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων σε 12 ζώνες.
Οι αποφάσεις πάντως δεν έχουν αναδρομική ισχύ, δηλαδή το αποτέλεσμά τους ισχύει από την ημέρα δημοσίευσης των δικαστικών αποφάσεων και όχι από την ημέρα ισχύος της σχετικής υπουργικής απόφασης. Αυτό, καθώς σύμφωνα με το σκεπτικό των αποφάσεων, το Ανώτατο Δικαστήριο αφενός στάθμισε τα συμφέροντα των διαδίκων αποδίδοντας μείζονα βαρύτητα στο επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, που καθίσταται ακόμα εντονότερο υπό τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες και αφετέρου προς αποτροπή του κινδύνου διαταραχής των φορολογικών εσόδων του κράτους και των Δήμων.
Μεταξύ άλλων το ΣτΕ έκρινε ότι ο προσδιορισμός των τιμών εκκίνησης πρέπει να διενεργείται με βάση ενιαία (για το σύνολο των περιοχών που έχουν ενταχθεί στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού), διαφανή, αρκούντως ορισμένη, πρόσφορη και επιστημονικά άρτια μεθοδολογία, ώστε να παρέχονται στους βαρυνόμενους επαρκή εχέγγυα ορθού καθορισμού της φορολογούμενης αξίας των ακινήτων τους και να τηρείται από τα αρμόδια όργανα της διοίκησης το ίσο μέτρο (γνωμοδοτικής και αποφασιστικής) κρίσης.
Επιπλέον το ΣτΕ διευκρινίζει ότι κατά την διαδικασία προσδιορισμού των τιμών εκκίνησης δεν αποκλείεται η ανάθεση καθηκόντων συλλογής, επεξεργασίας και εκτίμησης στοιχείων της αγοράς (όπως είναι για αγοραπωλησίες και μισθώσεις ακινήτων) σε ιδιώτες (φυσικά πρόσωπα ή Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου), τα οποία διαθέτουν αποδεδειγμένα τα αναγκαία προς τούτο προσόντα και την κατάλληλη εξειδίκευση και εμπειρογνωμοσύνη.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του σημειώνει πως η οριζόμενη από τον κανονιστικό νομοθέτη μεθοδολογία πρέπει να είναι διαφανής, δηλαδή να είναι ευχερώς προσβάσιμη στους ενδιαφερόμενους καθώς και ότι «ο τρόπος λειτουργίας της να γίνεται κατανοητός στους εφαρμοστές της, και παράλληλα να ορίζει κατά τρόπο αρκούντως ειδικό και σαφή όλα τα ουσιώδη στοιχεία της επιτέλεσης του αντίστοιχου έργου, ιδίως, δε, τα δεδομένα που πρέπει (ή/και είναι σκόπιμο) να συλλεγούν και να ληφθούν υπόψη, τον τρόπο ανάλυσης, επεξεργασίας και αξιολόγησής τους, τις συναφώς εφαρμοστέες προσεγγίσεις, μεθόδους και τεχνικές, τα κριτήρια επιλογής της προσφορότερης ή των προσφορότερων εξ αυτών».
Δήλωση δικηγόρου υποθέσεων
Με αφορμή την έκδοση των αποφάσεων αυτών, ο εκ των πληρεξουσίων δικηγόρων των προσφευγόντων στο ΣτΕ, Νικόλαος Καραμέτος ,δήλωσε:
«Για πολλοστή φορά η φορολογική διοίκηση αποτυγχάνει να καθορίσει τις τιμές ζώνης των ακινήτων κατά τρόπο διαφανή, σαφή και μεθοδολογικά άρτιο, και επιβάλει φορολογικές υποχρεώσεις με βάση αυθαίρετα κριτήρια και διαδικασίες, χωρίς να τηρείται η βασική αρχή της επιβολής φορολογικών βαρών επί πραγματικών και όχι επί πλασματικών αξιών.
Σε εφαρμογή των αποφάσεων αυτών υποχρεούται το υπουργείο Οικονομικών να επανακαθορίσει τις τιμές ζώνης που ακυρώθηκαν και αφορούν σε 12 περιοχές της Ελλάδας, κατά τρόπο μεθοδολογικά άρτιο.
Ο λόγος της ακύρωσης όμως ανάγεται σε γενικότερο ζήτημα πλημμέλειας της επιλεγείσας διαδικασίας και παραβίασης των κριτηρίων που έχει κατά το παρελθόν καθορίσει το ΣτΕ για το νόμιμο καθορισμό των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, καθιστώντας ουσιαστικά παράνομο τον καθορισμό τιμών για το σύνολο των ζωνών ανά την Ελλάδα.
Ως εκ τούτου, ανοίγει ο δρόμος για την δικαστική αμφισβήτηση των αξιών των ακινήτων και της επιβολής φορολογικών βαρών και για τις υπόλοιπες περιοχές της Επικράτειας».