Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, το ανώτατο δικαστήριο που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να καταργήσει, καθώς οι αποφάσεις του ήταν αντίθετες με τις περίεργες διώξεις πολιτών αλλά κυρίως των επιχειρήσεων, είτε από την εφορία είτε μέσω νόμων αλλά ακόμα και των τηλεοπτικών αδειών, εξελίσσεται σε προστάτη της Δημοκρατίας.
Ο άγρυπνος φρουρός της καταχρηστικής άσκησης της εξουσίας από το κυβερνών κόμμα, το οποίο με διάφορους νόμους ακόμα και με εγκύκλιους ή αποφάσεις σταματά επενδύσεις, ελέγχει σωρηδόν χωρίς κριτήρια (αδιαφορώντας για τους νόμους) τους φορολογούμενους και τις επιχειρήσεις ανακαλύπτοντας φοροδιαφυγή εκεί που δεν υπάρχει και αφήνοντας τη φοροδιαφυγή να συντελείται εκεί που βολεύει και συμφέρει.
Το τελευταίο διάστημα οι αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου έχουν ανακουφίσει τους φορολογούμενους καθώς σε πολλές περιπτώσεις πρέπει να αποδείξουν στη φορολογική διοίκηση και στο δημόσιο ότι δεν είναι ελέφαντες. Ακόμα και στις περιπτώσεις λαθών από πλευράς φορολογούμενων ή παραλείψεων ακόμα και φοροδιαφυγής, ο ελεγκτικός μηχανισμός όχι μόνο δεν τηρεί τα όσα προβλέπει η νομοθεσία αλλά λειτουργεί ως απόλυτος άρχων αποφασίζοντας για το τι είναι φοροδιαφυγή απορρίπτοντας τα στοιχεία και δικαιολογητικά που προσκομίζονται από τους φορολογούμενους.
Ωστόσο, το ΣτΕ με τις πρόσφατες αποφάσεις επιχειρεί να βάλει σε μία τάξη αυτά που η κυβέρνηση επιθυμεί να παραμείνουν στην πλήρη δικαιοδοσία της. Δηλαδή, να ελέγχει κυρίως εκείνους που είναι απέναντι στα συμφέροντά της.
Δυστυχώς, όμως λείπει ο σεβασμός απέναντι στη Δικαιοσύνη. Με εμφανή εκνευρισμό και επιχειρηματολογία που παραπέμπει σε ανοιχτή αντιπαράθεση της κυβέρνησης με τη δικαιοσύνη, στελέχη του κόμματος σχολιάζουν με το χειρότερο τρόπο τις αποφάσεις, οι οποίες όμως ανακουφίζουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις που αδυνατούν να τα βάλουν με το κράτος. Για να γίνει κατανοητό, κάποια επιχείρηση για να μπορέσει να τα βάλει με το κράτος πρέπει να έχει κότσια, χρήμα και χρόνο.
Σε αρκετές περιπτώσεις κατά τον έλεγχο μιας επιχείρησης ο ελεγκτικός μηχανισμός εφευρίσκει απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Παρά τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι ελεγχόμενοι, οι ελεγκτές τα αγνοούν, προκειμένου να παρουσιάσουν καλά αποτελέσματα στους επικεφαλής τους. Το πρόστιμο που θα ανακαλύψει ο ελεγκτής μπορεί να φθάσει αρκετά εκατομμύρια. Και αν επιθυμεί ο ελεγχόμενος να το αμφισβητήσει θα πρέπει να προσφύγει στην επιτροπή επίλυσης φορολογικής διαφορών. Βέβαια, θα πρέπει να δώσει το 50% του προστίμου, καθώς διαφορετικά μπορεί να γίνει κατάσχεση στο σύνολο του ποσού από τις ελεγκτικές αρχές, εξέλιξη που θα τον οδηγήσει στο λουκέτο. Μάλιστα, δεν αποκλείεται να ασκηθούν πιέσεις προκειμένου να σταματήσουν την προσφυγή, διαφορετικά τους περιμένουν χειρότερες εξελίξεις!
Έχοντας λοιπόν οι ελεγκτές στα χέρια τους ένα τεράστιο αρχείο από τις τράπεζες για τις κινήσεις λογαριασμών (άνω των 300.000 ευρώ) ξεκίνησαν να αναζητούν τη φοροδιαφυγή, αδιαφορώντας για τους νόμους και τις αποδείξεις που παρουσίαζαν οι ελεγχόμενοι. Έπρεπε να αποδείξουν τι έκαναν κάποια ποσά πριν από 17-18 χρόνια!
Και σε αυτό το σημείο ήρθε η πρώτη απόφαση-χαστούκι του ΣτΕ, το οποίο έκρινε ότι όλες οι φορολογικές υποθέσεις παραγράφονται στην πενταετία, εκτός και αν υπάρχουν πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία. Οι πονηροί ελεγκτές αποφάσισαν ότι τα στοιχεία των τραπεζών αποτελούν νέα στοιχεία και συνέχισαν τους ελέγχους σαν να μην έτρεχε τίποτα.
Το ΣτΕ, με νέα απόφασή του διαμήνυσε στη φορολογική διοίκηση και στους οικονομικούς εισαγγελείς ότι τα στοιχεία των τραπεζών ήταν πάντοτε εκεί και μάλιστα από το 1994. Με αυτή την απόφαση ένα τεράστιο αρχείο με 1,3 εκατομμύρια ΑΦΜ μπαίνει στο αρχείο.
Όμως εκκρεμεί και μία τρίτη απόφαση, καθώς νόμος του 2013 προβλέπει 20ετή παραγραφή σε υποθέσεις που εντοπίζεται φοροδιαφυγή. Το εντυπωσιακό του νόμου είναι ότι έχει αναδρομική ισχύ από το 2008! Το ΣτΕ σε αυτή τη φάση θα κρίνει την αναδρομικότητα. Σύμφωνα με νομικούς κύκλους, το πιθανότερο είναι να κρίνει αντισυνταγματικό και αυτό το νόμο τουλάχιστον ως προς την αναδρομικότητα.
Όπως γίνεται κατανοητό, όλοι οι νόμοι είναι εναντίον των ελεγχόμενων. Δεν υπάρχει ένας νόμος που να διασφαλίζει τα συμφέροντά τους. Ακόμα και η επιτροπή επίλυσης διαφορών συνήθως κρίνει υπέρ των ελεγκτών-συναδέλφων, με αποτέλεσμα η μόνη διέξοδος να είναι η προσφυγή στη Δικαιοσύνη.