Μετά από ένα ευνοϊκό διάστημα κατά το οποίο η ΕΚΤ ενίσχυσε τη ρευστότητα οδηγώντας τα επιτόκια όλο και πιο χαμηλά, οι οιωνοί έχουν αλλάξει. Ο πληθωρισμός σκαρφαλώνει μοχλευόμενος από τις ακριβές τιμές στην ενέργεια και τις γεωπολιτικές εντάσεις. Σε αυτό το περιβάλλον η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας σήκωσε ήδη τα επιτόκια της, η Fed ετοιμάζεται να ακολουθήσει και η πρόεδρος της ΕΚΤ παρόλο που δείχνει ότι δεν συμφωνεί με αυτή την πολιτική έχει πιεστεί έντονα από την αύξηση των τιμών και άλλαξε τη ρητορική της, αφήνοντας περιθώρια για αλλαγή πολιτικής.
Το αποτέλεσμα είναι να αναμένεται αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ, ενώ οι πιο πιεστικές φωνές αναμένουν αύξηση επιτοκίων από τον Ιούνιο για να ακολουθήσει μετά και μία δεύτερη το Δεκέμβριο. Το σενάριο αυτό είναι απαισιόδοξο και περισσότερο ακραίο.
Σε κάθε περίπτωση όσοι έχουν πάρει δάνεια όπως και όσοι πρόκειται να λάβουν δάνεια, πρέπει να έχουν του νου τους. Αργά ή γρήγορα, το κόστος του χρήματος θα αυξηθεί και πρέπει να είναι προετοιμασμένοι. Είναι πιθανό, τον Ιούνιο ή τον Σεπτέμβριο του 2022, η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ να αρχίσει να περνά στα επιτόκια των κυμαινόμενων επιτοκίων που βασίζονται στο Εuribor. Μπορεί βεβαίως, να γίνει και νωρίτερα ή να έχουμε την τύχη να αποκλιμακωθούν γρήγορα οι εντάσεις και οι ενεργειακές τιμές, με αποτέλεσμα η αύξηση των επιτοκίων να ξεκινήσει αργότερα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις το χειρότερο δυνατό σενάριο είναι να έχεις λάβει συγκριτικά μεγάλο δάνειο που δεν μπορεί να υποστηριχθεί από σταθερά εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία και το επιτόκιο να είναι κυμαινόμενο. Γιατί το κυμαινόμενο επιτόκιο θα ακολουθήσει το επιτόκιο αναφοράς επί του οποίου υπολογίζεται και τα ποσά των δόσεων θα αυξηθούν.
Στο διάστημα από τον Απρίλιο του 2020 μέχρι και σήμερα, νέα επιχειρηματικά δάνεια ακόμα και για μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δόθηκαν με σταδιακά μειούμενα κυμαινόμενα επιτόκια κάτω από 4% και για αρκετά μεγάλο διάστημα κάτω και από 3,5% για ποσά άνω των 250.000 ευρώ, σύμφωνα και με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Μεγαλύτερα ποσά δόθηκαν με κυμαινόμενα επιτόκια ακόμα και κάτω από 3% σε ορισμένες περιπτώσεις.
Τα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, ακολούθησαν αντίστοιχη πορεία και τα επιτόκια ανάλογα με τη διάρκειά τους και το ποσοστό κάλυψης της αγοράς με ίδια κεφάλαια, μειώθηκαν κοντά στο 2% ή ακόμα και κάτω από αυτό.
Για νέα ανοιχτά επαγγελματικά δάνεια ακόμα, τα επιτόκια κινήθηκαν περίπου στο 6%-6,5% ενώ για μεγαλύτερα ανοιχτά δάνεια αυτού του τύπου τα επιτόκια κινήθηκαν από 4%-4,5%.
Ωστόσο, το κλίμα αλλάζει. Είναι πιθανό το Μάρτιο η ΕΚΤ να έχει καταλήξει τα στοιχεία για να δώσει σήμα ή και να προαναγγείλει αλλαγή πολιτικής. Οι αγορές ήδη προεξοφλούν αύξηση επιτοκίων και οδηγούν μόνες τους το κόστος του χρήματος υψηλότερα, μέσω των ομολόγων. Συνεπώς οι δανειολήπτες θα πρέπει να είναι έτοιμοι και αυτοί.
Για την ώρα τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά ακόμα και όσοι ενδιαφέρονται, αλλά δεν έχουν πάρει ακόμα δάνειο θα πρέπει να εξετάσουν πλέον τη λύση του σταθερού επιτοκίου το οποίο έχει το μειονέκτημα ότι είναι ακριβότερο, αλλά το πλεονέκτημα ότι είναι σταθερό.
Αυτό ισχύει τόσο για τα στεγαστικά δάνεια, όσο και για τα επιχειρηματικά, όπου οι τράπεζες προσφέρουν και δάνεια με σταθερό επιτόκιο.
Κυρίως όμως οι νέοι δανειολήπτες των επιχειρηματικών δανείων, θα πρέπει να εξετάσουν το είδος της επένδυσης που προτίθενται να κάνουν γιατί πέραν του φθηνού δανείου, η επένδυση πρέπει να μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα της επιχείρησης, άρα η επιλογή της ψηφιοποίησης και της πράσινης μετάβασης, όπως και οι τομείς της εξωστρέφειας και της καινοτομίας, είναι εκ των ουκ άνευ.
Εδώ λοιπόν συνδυάζεται το τερπνόν μετά του ωφελιμού , καθώς η επένδυση μπορεί να επιλεγεί και να χρηματοδοτηθεί από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, με επιτόκια που ένας επιχειρηματίας και μία εταιρία δεν θα βρει φθηνότερα.
Οι δανειολήπτες στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τη δυνατότητα που έδιναν τα αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ από τον προηγούμενο κύκλο, όταν στην ευρωζώνη «έβρεχε» χρήμα και εμείς κρατούσαμε ομπρέλα με τα capital controls, είναι προφανώς σπάνιοι. Λογικά δεν θα έχουν πρόβλημα με τις αυξήσεις επιτοκίων, έχοντας ξεπεράσει το μέσο στη χρονική διάρκεια του δανείου τους.
Τέλος, η κατηγορία των δανείων που θα πληγεί ξεκάθαρα όταν οι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ ξεπεράσουν τη μισή ποσοστιαία μονάδα, είναι αυτή των ανοιχτών επιχειρηματικών δανείων. Οι επιχειρήσεις πρέπει να εξετάσουν τις εναλλακτικές τους, γιατί οι τράπεζες θα αναπροσαρμόσουν ανοδικά και θα είναι αδύνατον να αποφύγουν την αύξηση του χρηματοοικονομικού τους κόστους.