Σημαντική αποκλιμάκωση του κόστους εξυπηρέτησης του Δημοσίου Χρέους μεσούσης της πανδημίας διαπιστώνει η Έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους που εκπόνησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς παρά την επιδείνωση που παρατηρείται σε μια σειρά δημοσιονομικών μεγεθών εξαιτίας των μέτρων ανακούφισης όσων έχουν πληγεί από την πανδημία που εφαρμόζει η κυβέρνηση, στα επιτόκια των ομολόγων καταγράφεται «θετική ανατροπή».
Η ενεργητική πολιτική διαχείρισης που ακολουθεί η κυβέρνηση στο μέτωπο του Δημοσίου Χρέους, σε συνδυασμό με την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγορών της πανδημίας (ΡΕΡΡ) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είχαν ως αποτέλεσμα να αποκλιμακωθεί το κόστος εξυπηρέτησης του Δημοσίου Χρέους.
Βέβαια οι αυξημένες δαπάνες θα επιβαρύνουν μεσοπρόθεσμα το Δημόσιο Χρέος, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβλέπει πως το 2021 το ελληνικό δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο 199,6% του ΑΕΠ, το 2022 θα μειωθεί στο 193,1% του ΑΕΠ και το 2030 θα έχει υποχωρήσει στο 160,4% του ΑΕΠ.
Όπως αναφέρεται στην Εκθεση Βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους, το 2019 η Κομισιόν εκτιμούσε πως η Ελλάδα το 2021 θα αναχρηματοδοτούσε το χρέος της με μέσο επιτόκιο 3,1%, το 2022 με μέσο επιτόκιο 3,5% και το 2030 με επιτόκιο 4,6%. Πλέον, η Κομισιόν εκτιμά πως η Ελλάδα θα έχει επιτόκιο αναχρηματοδότησης 1,6% εφέτος, το 2022 εκτιμά πως αυτό θα είναι στο 1,6% και για το 2030 προβλέπει επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους ύψους 2,1%.
Παρά τη μείωση των επιτοκίων όμως, η Κομισιόν κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας που είναι συνάρτηση και του ρυθμού ανάπτυξης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει πως θα κινηθούν πάνω από το 15% του ΑΕΠ τα επόμενα έτη και θα φτάσουν μάλιστα στο 19% του ΑΕΠ το 2031.
Σύμφωνα με τους κανόνες βιωσιμόητας του Χρέους που έχει υιοθετήσει τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ο πήχης έχει τεθεί στο 20% του ΑΕΠ. Δηλαδή το Δημόσιο Χρέος μίας χώρας μπορεί να χαρακτηριστεί βιώσιμο όταν δαπανά για την εξυπηρέτηση του ετησίως έως το 20% του ΑΕΠ της.
Παράπλευρη απώλεια των υψηλότερων ελλειμμάτων και της διόγκωσης του Χρέους αποτελούν σύμφωνα με την Κομισιόν η αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Τούτο προκύπτει αν συγκριθούν οι προβέψεις της Επιτροπής για το ΑΕΠ το 2019 με τις ανεθωρημένες εκτιμήσεις του 2020, υπό το φως των νέων δεδομένων που έχει δημιουργήσει η πανδημία.
Ετσι, το 2019 η Κομισιόν εκτιμούσε πως η Ελλάδα το 2021 θα σημείωνε ανάπτυξη 2,3%, το 2022 ανάπτυξη 2% και το 2030 θα αναπτυσσόταν με ρυθμό 1%. Πλέον η Κομισιόν εκτιμά πως η Ελλάδα θα καταγράψει φέτος ανάπτυξη 5%, το 2022 ανάπτυξη 3,5% και το 2030 θα αναπτυχθεί με ρυθμό 0,7%.
Υπενθυμίζεται ότι στο πλάισιο της καλύτερης διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους, ο ΟΔΔΗΧ και το υπουργείο Οικονομικών έχουν προαναγγείλει την πρόωρη αποπληρωμή μέρους (3,1 έως 3,6 δισ.ευρω) των δανείων που έχει λάβει η χώρα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το εγχείρημα έχει σχεδιαστεί για τον επόμενο μήνα (Μάρτιο) αν και μπορεί τελικά να πάει πιο πίσω, λόγω απρόβλεπτων δαπανών που έχει προκαλέσει η πανδημία.
Ανάλογη κίνηση είχε πραγματοποιήσει το 2019 αποπληρώνοντας περίπου 3,4 δις.ευρω από τα δάνεια του ΔΝΤ, επιτυγχάνοντας ένα όφελος από τόκους της τάξεως των 280 εκατ.ευρω, καθώς υπολογίζεται ότι το επιτόκιο των δανείων αυτών κυμαίνεται στο 2,8%.