«Θα πρέπει η χώρα σταδιακά να επανέλθει στην προ πανδημίας υγιή δημοσιονομική θέση, ώστε να μην ακυρωθούν οι θυσίες της δημοσιονομικής προσαρμογής που συντελέστηκε την προηγούμενη δεκαετία προς όφελος των επόμενων γενεών», επισημαίνει σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας προειδοποιώντας ότι «η αυστηροποίηση των νομισματικών συνθηκών που ήδη συντελείται, μπορεί να προκαλέσει επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, να ασκήσει πιέσεις στο κόστος δανεισμού και να επηρεάσει τη βιωσιμότητα του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού».
Επιπροσθέτως, ο Διοικητής της ΤτΕ υποστηρίζει ότι η ρητή αναφορά της ΕΚΤ στην Ελλάδα τον περασμένο Δεκέμβριο «αποτελεί ισχυρό μήνυμα εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία», μετριάζοντας σε ένα βαθμό τις επιπτώσεις της αυστηριοποίησης των νομισματικών συνθηκών στο κόστος δανεισμού.
Ειδικότερα, όπως υπογραμμίζει ο κ. Στουρνάρας, η αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων που σημειώνεται αποτελεί γενικευμένο φαινόμενο που οφείλεται στις γενικότερες αλλαγές στις συνθήκες των χρηματοπιστωτικών αγορών, ωστόσο «η ευαισθησία των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων στη διεθνή μεταβλητότητα είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με τίτλους άλλων χωρών, λόγω της χαμηλότερης πιστοληπτικής τους διαβάθμισης. Ως εκ τούτου, μέρος της διεύρυνσης των περιθωρίων (spreads) των ελληνικών κρατικών ομολόγων (έναντι του αντίστοιχου γερμανικού) οφείλεται στα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας».
Παράλληλα, ο Διοικητής της ΤτΕ τονίζει ότι «σύμφωνα με τις αναλύσεις βιωσιμότητας του Ευρωσυστήματος, το ελληνικό δημόσιο χρέος, παρά το υψηλό του επίπεδο, εμφανίζει αυξημένη ανθεκτικότητα σε διάφορα δυσμενή μακροοικονομικά και δημοσιονομικά σενάρια», ενώ παρουσιάζει αναλυτικά τους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανθεκτικότητα της δυναμικής του.
Επιπροσθέτως, ο κ.Στουρνάρας διευκρινίζει ότι αν και ένα μικρό ποσοστό του ελληνικού χρέους αναχρηματοδοτείται, γεγονός που σημαίνει ότι η αύξηση του κόστους δανεισμού θα έχει περιορισμένες συνέπειες στη βιωσιμότητά του, εντούτοις, «δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι η αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων συμπαρασύρει το οριακό κόστος δανεισμού και του ιδιωτικού τομέα, όπως για παράδειγμα των τραπεζών και των επιχειρήσεων».
«Παρά την ύπαρξη λοιπόν αυτών των ευνοϊκών χαρακτηριστικών του ελληνικού δημοσίου χρέους, η βελτίωση της βιωσιμότητάς του με την ενίσχυση της πτωτικής δυναμικής του πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια, προκειμένου αφ’ ενός να αποφευχθεί στο μέλλον (πέραν της δεκαετίας) μια επανάληψη της κρίσης χρέους του παρελθόντος και, αφετέρου, για να μην αυξηθεί το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Διοικητής της ΤτΕ.
Όπως εκτιμά, «τα τρέχοντα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του ελληνικού χρέους δεν είναι μόνιμα, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, ενώ η συμβολή του “αποτελέσματος χιονοστιβάδας” στον ρυθμό μείωσης του δημόσιου χρέους αναμένεται να μειωθεί μακροχρόνια».
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Στουρνάρας θεωρεί «η Ελλάδα θα πρέπει να εκμεταλλευθεί το ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται σήμερα, το οποίο καθιστά τη δημοσιονομική προσαρμογή ευκολότερη, διατηρώντας παράλληλα τον αντικυκλικό χαρακτήρα της και ενισχύοντας την αξιοπιστία της. Οι συνθήκες είναι κατάλληλες ώστε σε βάθος δεκαετίας η Ελλάδα να έχει καλύψει την απόσταση που τη χωρίζει από άλλες χώρες της ευρωζώνης και να μην αποτελεί πλέον ειδική περίπτωση αναφορικά με το επίπεδο του λόγου χρέους/ΑΕΠ».
«Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει η χώρα σταδιακά να επανέλθει στην προ πανδημίας υγιή δημοσιονομική θέση, ώστε να μην ακυρωθούν οι θυσίες της δημοσιονομικής προσαρμογής που συντελέστηκε την προηγούμενη δεκαετία προς όφελος των επόμενων γενεών», καταλήγει ο Διοικητής της ΤτΕ.