Για τα οφέλη της Ελλάδας από το Ταμείο Ανάκαμψης και το οικονομικό περιβάλλον που καλλιεργείται μίλησε σε συνέντευξή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος - μεταξύ άλλων - σημείωσε πως έως το 2026 τα χρήματα του Ταμείου θα αυξήσουν το ΑΕΠ της Ελλάδας κατά περίπου 7%, τις επενδύσεις κατά περίπου 22%, τα φορολογικά έσοδα κατά σχεδόν 3%, ενώ παράλληλα θα δημιουργηθούν 200 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, αναφερόμενος στο αίτημα αύξησης του κατώτατου μισθού, το χαρακτήρισε δίκαιο, επισημαίνοντας πως η ΤτΕ συμμετέχει στη σχετική διαβούλευση.
Αναλυτικότερα ο Γ. Στουρνάρας σε συνέντευξη του στον τηλεοπτικό σταθμό Mega ανέφερε: «Μέχρι το 2026 το αναπτυξιακό αποτύπωμα του Ταμείου, σύμφωνα με τα υποδείγματα της ΤτΕ, είναι περίπου 7%. Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αλλά δεν ενισχύει μόνο αυτό. Ενισχύει τις επενδύσεις, πάνω από 22%. Ενισχύει την απασχόληση. Υπολογίζουμε ότι θα δημιουργηθούν γύρω στις 200.000 θέσεις εργασίας από τα χρήματα αυτά. Και τα φορολογικά έσοδα θα αυξηθούν γύρω στις 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Άρα έχει ένα πολύ σημαντικό αποτύπωμα στην ανάπτυξη, στην απασχόληση και στα δημόσια έσοδα.»
Όσο για το 2022, ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε πως χάρη στο δημοσιονομικό φρένο σε ό,τι αφορά τα μέτρα για την πανδημία, το πρωτογενές έλλειμμα θα υποχωρήσει από το 6,5% που είναι τώρα στο 1,5%. Η δημοσιονομική συστολή, τόνισε ο κ. Στουρνάρας, δεν πρόκειται να έχει αντίκτυπο στους πολίτες γιατί, όπως εκτιμά, θα αντισταθμιστεί από τους ρυθμούς ανάπτυξης που θα παραμείνουν υψηλοί. Συγκεκριμένα είπε: «Η Ελλάδα είναι η χώρα που έδωσε ίσως τα περισσότερα χρήματα τηρουμένων των αναλογιών του μεγέθους της ως ποσοστό του ΑΕΠ για την πανδημία, από όλες τις άλλες χώρες στην Ευρωζώνη. Αναλόγως, το φρένο που πατάει το 2022 είναι μεγαλύτερο. Για αυτό και το πρωτογενές έλλειμμα θα πέσει από περίπου 6,5 ή 7% του ΑΕΠ σε περίπου 1 ή 1,5% του ΑΕΠ φέτος. Άρα λοιπόν η δημοσιονομική συστολή φέτος είναι εξίσου σημαντική με τη δημοσιονομική αύξηση που είχαμε το 2021 και το 2020.»
«Η δημοσιονομική συστολή δεν θα πιέσει τον κόσμο, γιατί αντικαθίσταται από τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη που θα έχουμε και το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 τελικά θα εκπλήξει, ίσως να πλησιάσει και το 9%. Εδώ στην ΤτΕ, οι τελευταίες εκτιμήσεις δείχνουν ότι θα είναι γύρω στο 8,5 με 9%. Άρα, θα έχουμε μια πολύ μεγάλη ανάπτυξη το 2021, αλλά και το 2022 τα υποδείγματα μας δείχνουν ότι ένα 4,5 με 5% είναι εφικτό. Αυτή η ανάπτυξη θα λειτουργήσει ως γέφυρα στη δημοσιονομική συρρίκνωση που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει για να μην έχουμε προβλήματα βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.»
Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε και στον πληθωρισμό, εκτιμώντας πως θα υποχωρήσει από τα μέσα του έτους. Παράλληλα, ερωτηθείς για το αίτημα αύξησης του κατώτατου μισθού, το χαρακτήρισε δίκαιο, επισημαίνοντας πως η ΤτΕ συμμετέχει στη σχετική διαβούλευση.
Πιο συγκεκριμένα, είπε:
«Η πανδημία αύξησε τον πληθωρισμό γιατί δημιούργησε φραγμούς στην παραγωγή. Όταν η πανδημία φύγει, που φεύγει όπως φαίνεται, αυτοί οι φραγμοί θα αρθούν και άρα ο πληθωρισμός θα αρχίσει να μειώνεται από τα μέσα του έτους φέτος. Επομένως, στην Ευρώπη δεν βλέπουμε τον λόγο γιατί να γίνει αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, πέραν από την σταδιακή άρση των εκτάκτων μέτρων για την πανδημία.»
«Ο κατώτατος μισθός κατά την άποψη μου σαφώς πρέπει να αυξηθεί αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη πάρα πολλοί παράγοντες. Είμαι βέβαιος ότι η κυβέρνηση τους λαμβάνει υπόψη. Υπάρχει μια διαβούλευση, η ΤτΕ είναι ένας από τους οργανισμούς που θα προσφέρει την τεχνογνωσία της. Με τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα αμείβεται περίπου το 27% του εργατικού δυναμικού. Είναι δίκαιο αίτημα η αύξηση του κατώτατου.»
Με το νέο σύμφωνο σταθερότητας προ των πυλών, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε και στο κλίμα που όπως τόνισε έχει αλλάξει στην Ευρώπη, με φιλικότερες διαθέσεις προς τις χώρες του Νότου. Μάλιστα, ο Διοικητής ανακάλεσε στη μνήμη του και την περίοδο κατά την οποία ο ίδιος διετέλεσε υπουργός Οικονομικών, για να σημειώσει πως η αλλαγή στη Γερμανία με τη νέα κυβέρνηση είναι μεγάλη. Ο κ. Στουρνάρας παράλληλα, αναφέρθηκε και στις πολιτικές που εφαρμόστηκαν κατά την ελληνική κρίση, τονίζοντας πως τα παθήματα πρέπει να γίνουν μαθήματα και εξηγώντας πως ένα πράγμα που κατέστη σαφές είναι πως όταν μια χώρα βρίσκεται σε ύφεση δεν πρέπει να επιβάλλονται μέτρα λιτότητας. Αυτή η λογική, όπως είπε, φαίνεται ότι θα περάσει και στο νέο σύμφωνο σταθερότητας.
Συγκεκριμένα, δήλωσε: «Στην Ευρώπη αρχίζει να φυσάει ένας διαφορετικός αέρας. Είδα την νέα γερμανική κυβέρνηση, τελείως διαφορετικές δηλώσεις και κλίμα από την κυβέρνηση που είχαμε εμείς απέναντι μας κατά τη διάρκεια των μνημονίων, της δύσκολης περιόδου εκείνης κατά την οποία ήμουν εγώ Υπουργός Οικονομικών. Τα πράγματα φαίνονται αρκετά πιο ρεαλιστικά σήμερα, αρκετά πιο φιλικά προς τον ευρωπαϊκό νότο. Δεν είναι μόνο οι εκλογές που έφεραν νέες κυβερνήσεις, αλλά και η πανδημία. Ουδέν κακό αμιγές καλού. Θεωρώ ότι ένα τέτοιο Ταμείο πρέπει να γίνει μόνιμο στην Ευρώπη. Να είναι ένας κεντρικός μηχανισμός επενδυτικός, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη τη συνοχή, εξωτερικούς κλυδωνισμούς στις χώρες όπως αυτός της πανδημίας. Το Ταμείο είναι η μία πλευρά. Η άλλη είναι η χρηματοδότηση του. Τον Ιούνιο του 2021, η Ευρώπη βγήκε και δανείστηκε τα πρώτα ποσά, το σύνολο θα είναι 750 δισεκατομμύρια σε σταθερές τιμές του 2018. Μπορούμε να μιλάμε, λοιπόν, και για ένα κοινό ευρωπαϊκό ομόλογο το οποίο θα χρηματοδοτήσει αυτό το Ταμείο Ανάκαμψης. Ευχής έργο είναι να είναι μόνιμο. Είμαι από τους πρώτους που επιχειρηματολόγησα ότι πρέπει να είναι ένας μόνιμος μηχανισμός.»
«Το καλό είναι ότι σήμερα βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε έχοντας περάσει τόσες δυσκολίες. Τα παθήματα ας γίνουν μαθήματα και για εμάς αλλά και για τους εταίρους μας. Ένα μάθημα που έχουμε όλοι μας πάρει, είναι ότι δεν πρέπει να ακολουθούνται φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές. Τι σημαίνει αυτό; Όταν έχεις ύφεση, δεν μπορείς να ζητάς από αυτόν που έχει ύφεση να παίρνει μέτρα λιτότητας. Στην Ελλάδα παίρναμε μέτρα που βελτιώναμε το πρωτογενές πλεόνασμα αλλά η λιτότητα η οποία επεβλήθη δημιούργησε μεγαλύτερη ύφεση, χάναμε έσοδα και ό,τι κερδίζαμε δημοσιονομικά από το πρωτογενές αποτέλεσμα, το χάναμε από την απώλεια εσόδων. Αυτό δεν πρέπει να ξαναγίνει. Δεν πρέπει ό,τι κερδίζουμε από το πρωτογενές αποτέλεσμα να το χάνουμε από το λεγόμενο φαινόμενο της χιονοστιβάδας. Δηλαδή τη διαφορά του επιτοκίου που δανείζεται το δημόσιο και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.
Πρέπει πάση θυσία να προσπαθούμε ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης να είναι μεγαλύτερος από το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται το ελληνικό δημόσιο. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό μάθημα που πήραμε τότε και προσπαθούμε να επιχειρηματολογήσουμε ότι αυτή η αρχή πρέπει να ενσωματωθεί στο νέο σύμφωνο σταθερότητας. Δηλαδή να έχει την ευελιξία να μην ακολουθούνται φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές. Στη γνωμοδότηση που ζητήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, νομίζω αυτό πέρασε. Για να είμαι δίκαιος, για να μιλάμε συμμετρικά, όπως φιλοκυκλικές πολιτικές δεν πρέπει να ακολουθούνται στη διάρκεια της ύφεσης, δεν πρέπει όμως να ακολουθούνται και στη διάρκεια της άνθησης. Δηλαδή μια χώρα που έχει υψηλό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, πρέπει να παίρνει δημοσιονομικά μέτρα μείωσης του ελλείμματος της και όχι αύξησης.»