Τα μηνύματα Λαγκάρντ σε αγορές, τράπεζες και ευρωπαϊκή οικονομία
AP / Michael Probst
AP / Michael Probst

Τα μηνύματα Λαγκάρντ σε αγορές, τράπεζες και ευρωπαϊκή οικονομία

Οι εκτιμήσεις των αγορών επαληθεύθηκαν για μία ακόμα φορά και η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια αναφοράς κατά 0,25%, όπως ακριβώς είχε προβλέψει η συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών και έδειχναν οι κινήσεις των αγορών.

Σύμφωνα με το επίσημο ανακοινωθέν της τράπεζας, η αρμόδια επιτροπή καθορισμού της νομισματικής πολιτικής αποφάσισε να προχωρήσει στην τέταρτη κατά σειρά μείωση των επιτοκίων κατά 0,25%, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζουν να υποχωρούν, όπως και οι εκτιμήσεις των αγορών και των οικονομολόγων της ΕΚΤ για την πορεία του πληθωρισμού σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο.

Οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό του 2024 είναι πλέον 2,4% από 2,5% πριν δύο μήνες και για το 2025 2,1% από 2,2%, ενώ για το 2026 παραμένουν στο 1,9%. Αυτό σημαίνει πως βλέπουμε μπροστά μας την επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% που είναι και ο στόχος της ΕΚΤ.

Παρά το γεγονός πως η Κριστίν Λαγκάρντ φρόντισε να τονίσει πως δεν μπορούμε ακόμα να πανηγυρίσουμε για τη νίκη επί του πληθωριστικού κινδύνου, είναι φανερό πως η βασική δουλειά έχει ήδη γίνει σε αυτό το μέτωπο. Αυτό επιβεβαιώνεται στην ουσία και από την ξεκάθαρη αναφορά του επίσημου ανακοινωθέντος στην περιοριστική νομισματική πολιτική που εφαρμόζεται τώρα.

Όπως επανέλαβε και η πρόεδρος Λαγκάρντ, έτσι όπως είναι αυτή τη στιγμή τα πράγματα, η νομισματική πολιτική είναι περιοριστική για την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό δείχνει καθαρά πως από εδώ και πέρα πρέπει να περιμένουμε και άλλες μειώσεις των επιτοκίων αναφοράς από την ΕΚΤ. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται και από τις προβλέψεις της τράπεζας για την οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης, οι οποίες είναι εμφανώς χειρότερες από αυτές προ διμήνου.

Για το 2025 η πρόβλεψη για την άνοδο του ΑΕΠ έχει κατέβει στο 1,1% από 1,3% και για το 2026 στο 1,4% από 1,5%, ενώ για πρώτη φορά έχουμε πρόβλεψη και για το 2027, με άνοδο του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 1,3%. 

Οι προβλέψεις των ειδικών της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη δεν προκάλεσαν έκπληξη σε κανέναν και στην ουσία επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις των αναλυτών των διεθνών τραπεζών για την πορεία αυτών των μεγεθών, εκτιμήσεις οι οποίες έχουν οδηγήσει τους περισσότερους από αυτούς σε προβλέψεις για συνέχιση των μειώσεων των επιτοκίων από την Κριστίν Λαγκάρντ και τους συνεργάτες της μέχρι το βασικό επιτόκιο να φτάσει στο 2%, ίσως και χαμηλότερα, μέχρι το καλοκαίρι. Σε αυτόν τον τομέα, η πρόεδρος της ΕΚΤ δεν μας διαφώτισε, κάτι που ήταν βέβαια αναμενόμενο.

Στην ουσία, παραδέχθηκε πως τα επιτόκια θα πρέπει να μειωθούν και άλλο, αλλά δεν είπε τίποτα που να δείχνει τι έχει στο νου της για τη συνέχεια. Όπως τονίζει πάντα ο αμερικανός συνάδελφός της Τζέι Πάουελ, έτσι και η Λαγκάρντ τόνισε πως οι επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ στο μέτωπο της νομισματικής πολιτικής θα εξαρτηθούν αποκλειστικά και μόνον από τα δεδομένα που θα έχουν στη διάθεσή τους στην επόμενη συνεδρίαση της επιτροπής που λαμβάνει τις σχετικές αποφάσεις.

Στην προσπάθεια κάποιων δημοσιογράφων να την κάνουν να αποκαλύψει ποιο είναι το «ουδέτερο» ύψος επιτοκίων, δηλαδή το σημείο στο οποίο η νομισματική πολιτική θα σταματήσει να είναι περιοριστική, η πρόεδρος βρήκε έναν ευγενικό τρόπο να μην απαντήσει. Με ευγενικό τρόπο απέφυγε να γίνει πιο συγκεκριμένη πάνω στο ζήτημα των επιπτώσεων της αναμενόμενης εμπορικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ πάνω στον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης.

Αναγνώρισε πως είναι ένα σημαντικό ζήτημα που θα επηρεάσει και την Ευρώπη, αλλά πρόσθεσε πως αυτή τη στιγμή η ΕΚΤ δεν έχει χαράξει κάποια στρατηγική για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της επιβολής δασμών από τις ΗΠΑ, καθώς ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει πώς ακριβώς θα επηρεάσουν την Ευρώπη. Αναγνώρισε επίσης πως η ΕΚΤ παρακολουθεί την πορεία της ισοτιμίας του Ευρώ απέναντι στο δολάριο ΗΠΑ αλλά και σε αυτό το ζήτημα απέφυγε να πει κάτι ουσιαστικό. 

Μπορεί η πρόεδρος της ΕΚΤ να απέφυγε να δώσει οποιαδήποτε ένδειξη για τις μελλοντικές κινήσεις της στο μέτωπο της οικονομικής πολιτικής, από τα όσα είπε δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε ορισμένα μηνύματα. Πρώτα απ’ όλα, στην ουσία επιβεβαίωσε πως θα δούμε και άλλες μειώσεις επιτοκίων, κάτι που ήδη ξέρουν βέβαια οι αγορές μετοχών και ομολόγων και οπωσδήποτε θεωρούν βέβαιο οι τράπεζες της Ευρωζώνης.

Η αρκετά επιφυλακτική στάση της σχετικά με το πως θα κινηθεί η οικονομία εν μέσω των αρκετών κινδύνων που η ίδια επισήμανε και έχουν σχέση με την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη, τις γεωπολιτικές εντάσεις και τους πολέμους και την αβεβαιότητα σχετικά με τις κινήσεις που θα κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ, σε συνδυασμό με το ότι η νομισματική πολιτική θεωρείται περιοριστική, οδηγούν στο λογικό συμπέρασμα πως τα επιτόκια αναφοράς θα πρέπει να υποχωρήσουν αρκετά από τα σημερινά επίπεδα του 3% (μετά τη μείωση της Τετάρτης).

Η ίδια γνωρίζει σίγουρα πως τα βήματα που η ίδια επανέλαβε ότι θεωρεί απαραίτητα για την τόνωση της οικονομίας, δηλαδή η εφαρμογή των προτάσεων Ντράγκι και η εφαρμογή πιο αποτελεσματικής δημοσιονομικής πολιτικής, δεν είναι εύκολο να αποφασιστούν σύντομα και ακόμα και αν αποφασιστούν, δεν θα φέρουν αμέσως αποτελέσματα.

Όπως τόνισε η πρόεδρος Λαγκάρντ, υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι και μεγάλη αβεβαιότητα στον ορίζοντα. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο απέφυγε να πει οτιδήποτε σχετικά με τις μελλοντικές κινήσεις της ΕΚΤ. Ειδικά στο ζήτημα των αμερικανικών δασμών, αναγνώρισε πως θα μπορούσαν να έχουν ως πρώτο αποτέλεσμα την αύξηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, πράγμα που θα περιόριζε πάρα πολύ τις δυνατότητες της ΕΚΤ να χαμηλώσουν τα επιτόκια, αν την ίδια στιγμή αδυνατίζει και η οικονομία.

Επιμένοντας στις αναφορές της περί της ανάγκης να εφαρμοστεί το σχέδιο Ντράγκι και να αναπροσαρμοστεί η δημοσιονομική πολιτική είναι σαν να μας λέει εμμέσως πως πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και για δύσκολες καταστάσεις που δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της η ΕΚΤ.

Αν μπορούσαμε να περιγράψουμε με σύντομο τρόπο το μήνυμα που πήραμε από την Κριστίν Λαγκάρντ, θα λέγαμε πως η ΕΚΤ είναι έτοιμη να μειώσει σταδιακά το κόστος χρήματος στην Ευρωζώνη και να διευκολύνει τον τραπεζικό δανεισμό στις επιχειρήσεις αλλά ό,τι και να κάνει αυτή δεν θα είναι από μόνο του αρκετό για την ουσιαστική ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Θα χρειαστεί η βοήθεια της πολιτικής ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών. Ακόμα και αν οι φόβοι σχετικά με τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ αποδειχθούν υπερβολικοί.