Το νέο δημοσιονομικό τοπίο στο οποίο κινείται πλέον η χώρα δεν αφήνει περιθώρια για μποναμάδες και έξτρα βοηθήματα, όπως είχαμε συνηθίσει από το 2020 και μετά, με τις ευλογίες της Κομισιόν.
Τις ψευδαισθήσεις όσων πιστεύουν ότι η φετινή χρονιά θα μοιάζει με τις προηγούμενες διέλυσαν με όσο πιο σαφή τρόπο μπορούσαν, τόσο προ ημερών ο Υπ. Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης από τη Βουλή, όσο και χθες στην ετήσια έκθεση του, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας.
Καθώς βαδίζουμε προς την κάλπη του Ιουνίου όσα είπαν αμφότεροι αποκτούν ένα ειδικό βάρος, προς πάσα κατεύθυνση.
Ειδικά όταν ενόψει ευρωεκλογών, θα ακούγονται όλο και πιο συχνά τα διάφορα «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» που ήδη τάζουν αρχηγοί κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Τι είπε ο Χατζηδάκης; Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που θα εφαρμοσθεί πλήρως από το επόμενο έτος, είναι ξεκάθαρο, δεν ξοδεύουμε τα περισσεύματα, παροχές και επιδόματα από τα υπερέσοδα του προϋπολογισμού πλέον δεν υπάρχουν.
Είναι δυνατόν η κυβέρνηση να μην βγάλει κάποιο «άσο από το μανίκι»; Κάποιο έκτακτο βοήθημα, επίδομα, κάποια φοροαπαλλαγή, θα αναρωτηθούν πολλοί.
Ένα μικρό παράθυρο, αν δεν μας προκύψει το καλοκαίρι καμια δυσάρεστη έκπληξη, για μικρά έκτακτα μέτρα προς τα τέλη του έτους, υπάρχει ακόμη, ωστόσο το ξεχνάμε οριστικά από το 2025 και μετά.
Διότι το κριτήριο για την δημοσιονομική πρόοδο της κάθε χώρας και εν προκειμένω της Ελλάδας, με βάση τους νέους κανόνες της ΕΕ που ψηφίζονται τον Απρίλιο από το Ευρωκοινοβούλιο, δεν θα είναι το πρωτογενές πλεόνασμα, όπως σήμερα, αλλά ο «κόφτης» στην αύξηση των δαπανών.
Κάθε χώρα θα κάνει συμφωνία με τη Κομισιόν για τους δημοσιονομικούς στόχους, δηλαδή την πορεία του ελλείμματος και την ετήσια μείωση του χρέους και όλα αυτά θα αποτυπώνεται σε ένα 4ετές συμβόλαιο.
Σε αυτό θα συμφωνεί τις ετήσιες δαπάνες σε επίπεδο που θα διασφαλίζουν τη μείωση του δημοσίου χρέους, ακόμη και στα δυσμενή σενάρια: Καλύτερη εκτέλεση επί του στόχου των δαπανών θα δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο για τα επόμενα χρόνια. Αντίστροφα, χειρότερη εκτέλεση επί του στόχου των δαπανών, θα αφαιρεί χώρο από τα επόμενα χρόνια.
Και κυρίως το νέο συμβόλαιο θα είναι «κλειδωμένο». Δεν θα μπορεί να αναθεωρείται από χρόνο σε χρόνο όπως συμβαίνει σήμερα με τα Μεσοπρόθεσμα Προγράμματα Δημοσιονομικής Στρατηγικής που υποβάλλουν ετήσια τα κράτη μέλη. Άρα θα δεσμεύει υπό μια έννοια όλο το πολιτικό σύστημα μιας χώρας, κάτι που στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη γίνει ευρέως αντιληπτό.
Και ίσως ακόμη πιο μεγάλη αλλαγή είναι ότι η τυχόν υπεραπόδοση των εσόδων, δηλαδή όσα περισσεύουν, θα μπαίνουν σε έναν ειδικό λογαριασμό ως αποθεματικό για τις δύσκολες χρονιές που θα έλθουν.
Ετσι ώστε να μην εφαρμοστεί σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα αυτό που υπέστη τη δεκαετία του 2010 η Ελλάδα, όταν επειδή έπρεπε να κάνουμε προσαρμογή, αλλά δεν είχαμε φυλαγμένο κομπόδεμα, συμφωνήσαμε σε δυσβάσταχτα μνημόνια.
Πότε θα μπορεί μια χώρα να χρησιμοποιήσει το «μαξιλάρι»; Μόνο σε χρονιές στασιμότητας ή σε έκτακτα γεγονότα, όπως η πανδημία, ο πόλεμος και οι φυσικές καταστροφές.
Τέλος δηλαδή η κουβέντα που ξέραμε για τον επιπλέον «δημοσιονομικό χώρο» και για την οικονομία που επειδή πάει καλά, κάτι πάντα βρίσκει να μοιράσει η κυβέρνηση. Η συζήτηση για το «έκτακτο δώρο Πάσχα», την οποία έκλεισε προ μηνός ο Μητσοτάκης, δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός.
Έχει τη σημασία του ότι η συζήτηση αυτή για το νέο δημοσιονομικό τοπίο ανοίγει σε μια στιγμή που τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2023 δείχνουν ότι θα υπάρξει πιθανότατα και πάλι μια υπεραπόδοση εσόδων και ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα κλείσει σε υψηλότερα επίπεδα από τις εκτιμήσεις.
Αλλά από το 2025 και μετά με την εφαρμογή των νέων κανόνων, κάτι τέτοιο δεν θα θεωρείται ότι δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο για πρόσθετες δαπάνες. Με άλλα λόγια θα πρέπει η κυβέρνηση να επιβάλει ένα νέο φόρο, ώστε με τα έσοδα του να δημιουργείται επιπλέον δημοσιονομικός χώρος.
Από τη μεριά του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα, που έχοντας διακριτό ρόλο από τον υπ. Εθνικής Οικονομίας, μιλάει με άλλη ελευθερία, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εκτίμηση του για την πορεία ανάπτυξης της οικονομίας.
Εκτός από τα γνωστά καμπανάκια ότι δεν δικαιολογείται κανένας εφησυχασμός, ότι ελλοχεύουν κίνδυνοι (επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, γεωπολιτικές αβεβαιότητες, τυχόν καθυστέρηση στην απορρόφηση κοινοτικών πόρων), η έκθεση της ΤτΕ εξηγεί όσο πιο ξεκάθαρα μπορεί το γιατί έχουμε μπει σε άλλη πίστα.
«Η προσήλωση στη δημοσιονομική υπευθυνότητα είναι κρίσιμη, ιδιαίτερα καθώς η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων μακροπρόθεσμα θα καταστεί δυσκολότερη, αφού προβλέπεται επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, ενώ η θετική επίδραση του πληθωρισμού στα δημόσια οικονομικά σταδιακά θα εξαλειφθεί», τονίζει η έκθεση.
Τι μας λέει ο κεντρικός τραπεζίτης; Από τη στιγμή που δεν θα υπάρχει πλέον η δυναμική στην οικονομία να τρέχει με τους ρυθμούς των προηγούμενων ετών, (σσ: 9% αύξηση το 2021, 5,6% το 2022), παρά με 2,3% όσο προβλέπει για φέτος η ΤτΕ (έναντι 2,9% του προϋπολογισμού), είναι δεδομένο ότι το χρέος δεν θα μειώνεται με τον ίδιο ρυθμό.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά την τελευταία τριετία, αλλά σε αυτό συνέβαλε σημαντικά ο παρονομαστής. Επιβράδυνση της ανάπτυξης σημαίνει μικρότερη μείωση του χρέους.
Μας λέει και κάτι ακόμη που δεν «πουλάει» στα τηλεοπτικά παράθυρα. Από τη στιγμή που θα μειωθεί ο πληθωρισμός που «φουσκώνει» τις τιμές και κατ’ επέκταση και τα έσοδα του ΑΕΠ, δεν μας απομένει παρά η χιλιοειπωμένη συνταγή των μεταρρυθμίσεων.
Η θετική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης έκαναν πιο εύκολη τη δημοσιονομική διαχείριση της χώρας. Τώρα αυτά φεύγουν από τη μέση.
Τι απομένει εκτός από τις μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τον Γ.Στουρνάρα; Πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική σταθερότητα, χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τα οποία πρέπει να διαφυλαχθούν ως κόρη οφθαλμού, ειδικά στην Ελλάδα.
Γιατί ειδικά στην Ελλάδα; Διότι, μας πήρε 13 χρόνια για να ανακτήσει η χώρα την επενδυτική βαθμίδα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία στην άσκηση οικονομικής πολιτικής ανακτώνται πολύ δύσκολα αν χαθούν.
Στη πράξη ο Διοικητής μας θυμίζει με όλα αυτά κάτι που επίσης δεν «πουλάει» στη δημόσια κουβέντα.
Ότι μπορεί τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα να ήταν πρωταθλήτρια στη μείωση του δημοσίου χρέους, αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένει ανάμεσα στα τέσσερα- πέντε μεγαλύτερα στον πλανήτη.