Η Δύση επιβάλλει ολοένα και πιο αυστηρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας στον απόηχο της εισβολής στην Ουκρανία και η Μόσχα εκμεταλλεύεται την οικονομική και εμπορική αλληλεξάρτηση που έχει δημιουργήσει η παγκοσμιοποίηση για να μετατρέψει τις κυρώσεις σε αντίποινα.
Ο αποκλεισμός της ρωσικής οικονομίας είναι πρωτοφανής. Το ρωσικό δημόσιο και οι τράπεζες δεν μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές, οι Ρώσοι ολιγάρχες βλέπουν τα περιουσιακά τους στοιχεία να παγώνουν, η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα και το τραπεζικό σύστημα έχει αποκλειστεί από το SWIFT.
Κάπως έτσι φτάσαμε στον χθεσινό εκβιασμό του Πούτιν προς τους Ευρωπαίους. Η Ρωσία θα συνεχίσει να προμηθεύει με φυσικό αέριο την Ευρώπη, μόνο που η Gazprom θα πληρώνεται σε ρούβλια, είπε ο Ρώσος πρόεδρος σε μια προσπάθεια να σταματήσει την κατρακύλα του ρουβλίου. Και κάπως έτσι το ρωσικό νόμισμα κατέγραψε μέσα σε λίγες ώρες άνοδο 6% έναντι του δολαρίου και 12% έναντι του ευρώ.
Δικαιολογημένη η μεγαλύτερη κίνηση σε σχέση με το ευρώ, καθώς η Αμερική έχει ήδη παγώσει τις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία. Η Ευρώπη από την πλευρά της συνεχίζει να προμηθεύεται φυσικό αέριο και πληρώνει κατά κύριο λόγο σε ευρώ.
Αρχικά κυκλοφόρησε η πληροφορία ότι οι Ευρωπαίοι ενδέχεται να συζητήσουν στη Σύνοδο Κορυφής που ξεκινά σήμερα, το αίτημα της Ρωσίας να πληρώνουν σε ρούβλια οι «μη φιλικές χώρες», ωστόσο νεότερα δημοσιεύματα ανέφεραν ότι η γερμανική κυβέρνηση χαρακτηρίζει «παραβίαση της σύμβασης» την αλλαγή του νομίσματος στο οποίο θα γίνονται οι πληρωμές.
Τι θα συμβεί αν καμία από τις δύο πλευρές δεν κάνει πίσω και τραβήξουν στα άκρα το σχοινί; Θα κλείσει τις στρόφιγγες η Gazprom; Σημειώνεται ότι η Ρωσία πραγματοποίησε εξαγωγές φυσικού αερίου συνολικής αξίας 50 δισ. ευρώ το 2021, όχι μόνο προς την Ευρώπη αλλά παγκοσμίως.
Γίνεται αντιληπτό πως αν το αίτημα του Πούτιν γίνει δεκτό και ένας σημαντικός όγκος των εξαγωγών τελικά λάβει χώρα φέτος, το ρούβλι θα δεχθεί μεγάλη ώθηση, αντισταθμίζοντας ουσιαστικά ένα κρίσιμο μέρος των κυρώσεων που επιβάλλει η Δύση κατά της ρωσικής οικονομίας.
Επομένως, αν η Ευρώπη κάνει πίσω θα είναι σαν να επιτρέπει τη χαλάρωση των κυρώσεων και είναι προφανές ότι ο Πούτιν δεν θα σταματήσει στο φυσικό αέριο αλλά θα ζητήσει να πληρώνεται σε ρούβλια και για τις υπόλοιπες εξαγωγές όπως των πολύ σημαντικών σιτηρών και μετάλλων.
Στο μυαλό του Πούτιν, η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό της Ρωσίας από το διατραπεζικό σύστημα SWIFT, ικανοποιεί ένα μεγαλεπήβολο και παράλληλα ουτοπικό σχέδιο που οδηγεί στο τέλος της παγκοσμιοποίησης και κυρίως στο τέλος της κυριαρχίας του δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή το παράλληλο σύστημα SPFS (Financial Message Transfer System) για να μπορεί να διενεργεί συναλλαγές με τις χώρες που είτε διαφωνούν με τις κυρώσεις της Δύσης είτε θέλουν να συνεχίσουν τις εμπορικές συναλλαγές με τη Μόσχα.
Το σύστημα SPFS δεν είναι καινούριο. Δημιουργήθηκε πριν από περίπου έξι χρόνια αλλά περιορίστηκε σε χρήση εντός της Ρωσίας. Σήμερα απαριθμεί 399 χρήστες που είναι τράπεζες φιλικών προς τη Ρωσία χωρών όπως της Λευκορωσίας.
Είναι προφανές βέβαια ότι το SPFS δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα της ρωσικής οικονομίας όμως την ίδια ώρα αν δεν λειτουργήσει το παράλληλο αυτό σύστημα, τότε η ρωσική οικονομία θα βρεθεί σε πλήρη απομόνωση και θα καταρρεύσει. Ακόμη και η Κίνα που δείχνει μία πιο φιλική διάθεση προς τη Ρωσία δεν έχει ακόμη δηλώσει συμμετοχή στο SPFS.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι σοβαρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα έχουν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση της αποπαγκοσμιοποίησης και κατ’ επέκταση τη δημιουργία μικρότερων εμπορικών μπλοκ που ενδεχομένως να συναλλάσσονται με εναλλακτικά του δολαρίου νομίσματα.
Όμως το σενάριο αυτό απέχει πολύ από την εκθρόνιση του δολαρίου. Αρκεί να πούμε ότι το 60% των συναλλαγματικών αποθεμάτων που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες του πλανήτη είναι σε δολάρια, ενώ το 20% είναι σε ευρώ και μόλις το 2,5% σε γουάν.
Η Ρωσία είναι εύλογο να προσπαθεί να αντιδράσει μετά τον αποκλεισμό της και να αξιοποιεί την εμπορική της ισχύ, ποντάροντας σε χώρες που δεν έχουν τις καλύτερες σχέσεις με τις ΗΠΑ. Μόνο που για να μπορέσει να προχωρήσει με το σχέδιο αποδυνάμωσης του δολαρίου χρειάζεται μία μεγάλη οικονομία όπως η Κίνα.
Οι δύο χώρες έχουν ήδη πετύχει σε σημαντικό βαθμό την αποδολαριοποίηση των μεταξύ τους συναλλαγών όμως η Κίνα έχει πάνω από 3 τρισ. δολάρια συναλλαγματικών αποθεμάτων σε δολάρια. Η Capital Economics εκτιμά ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία οι εμπορικές συναλλαγές της Κίνας με τους εταίρους της θα διενεργούνται στην πλειονότητά τους σε γουάν και όχι σε δολάρια.
Όμως το συγκεκριμένο εμπορικό μπλοκ θα αποτελεί ένα μικρό κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας. Αν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε στο μέλλον θα βλέπαμε ότι σε δέκα χρόνια το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα είναι πολύ πιο κατακερματισμένο αλλά στον πυρήνα του θα συνεχίσει να βρίσκεται το δολάριο, καταλήγει ο βρετανικός οίκος.