Εγχείρημα με μεγάλη αποτελεσματικότητα αλλά ιδιαίτερη αβεβαιότητα και υψηλό δημοσιονομικό ρίσκο. Αυτά είναι τα τρία χαρακτηριστικά του σχεδίου που επεξεργάζεται η κυβέρνηση για να συγκρατήσει τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι μεγάλης αποτελεσματικότητας διότι μπορεί να συγκρατήσει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος για όλους και για το σύνολο των καταναλώσεων που πραγματοποιούν και όχι μόνο για τις πρώτες 300 κιλοβατώρες ή για τις κύριες κατοικίες.
Είναι ιδιαίτερης αβεβαιότητας διότι στηρίζεται στην παραδοχή ότι η τιμή του φυσικού αερίου όπως αυτή διαμορφώνεται καθημερινά στο χρηματιστήριο της Ολλανδίας, δεν θα κάνει τεράστια σκαμπανεβάσματα κάτι που ουδείς μπορεί να το διασφαλίσει. Εδώ δεν είναι δεδομένο ότι θα υπάρχουν οι απαιτούμενες ποσότητες φυσικού αερίου αν οξυνθούν ακόμη περισσότερο οι σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία. Και είναι δημοσιονομικού ρίσκου ακριβώς διότι δεν μπορεί να γίνει καμία ακριβής κοστολόγηση.
Το πόσα χρήματα θα χρειαστούν για να συγκρατηθεί η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτάται από το ποιο θα είναι το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και από το φυσικό αέριο και από το λιγνίτη ή ακόμη και από το πετρέλαιο αν χρειαστεί να μπει και το συγκεκριμένο καύσιμο στην ηλεκτροπαραγωγή. Και επειδή πρόκειται για τρία χρηματιστηριακά προϊόντα και ιδιαίτερα «ευαίσθητα» στην αβεβαιότητα της περιόδου, ο κίνδυνος να ξεφύγει επικίνδυνα το δημοσιονομικό κόστος είναι πάντοτε πάνω στο τραπέζι.
H λογική του σχεδίου που προετοιμάζει η κυβέρνηση είναι η εξής: Πρέπει να αποσυνδεθεί η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας από την τιμή του φυσικού αερίου. Φυσικά, αν βρισκόταν ένας τρόπος να συγκρατούνταν η τιμή του φυσικού αερίου - η οποία διαμορφώνεται καθημερινά στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ - τότε το πρόβλημα θα λυνόταν. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει με ελληνική απόφαση παρά μόνο με κοινή ευρωπαϊκή συμφωνία η οποία προς το παρόν δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ποια είναι λοιπόν η επόμενη δυνατότητα παρέμβασης;
Στην αγορά χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος. Ουσιαστικά, το σχέδιο είναι όσοι παράγουν ρεύμα να επιδοτούνται ώστε να συγκρατείται η τιμή τους ποιο χαμηλά και τελικώς να μειώνεται αισθητά η επιβάρυνση των νοικοκυριών από τη λεγόμενη ρήτρα αναπροσαρμογής. Η τελευταία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την τιμή χονδρικής. Όταν η τιμή χονδρικής είναι στα 250 ευρώ, η κάθε κιλοβατώρα επιβαρύνεται με 25 λεπτά. Αν η τιμή χονδρικής είναι στα 50 ευρώ (όπως ήταν πριν από την κρίση) η επιβάρυνση από τη ρήτρα αναπροσαρμογής μηδενίζεται.
Δύο είναι τα ζητήματα που ανακύπτουν. Πρώτον αν επιτρέπεται μια ευθεία κρατική παρέμβαση στη λειτουργία της αγοράς. Αυτό εκτιμάται ότι μπορεί να ξεπεραστεί εξαιτίας των ειδικών συνθηκών. Άλλωστε, πρόκειται για μια παρέμβαση με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξεως. Και το δεύτερο και ποιο σημαντικό είναι το δημοσιονομικό κόστος. Το ότι αυτό μπορεί να συγκρατηθεί στα 2 - 4 δισ. ευρώ όπως υποστηρίζουν κάποια κυβερνητικά στελέχη, είναι μια εκτίμηση. Τίποτα όμως δεν θα μπορεί να είναι δεδομένο από τη στιγμή που το όλο εγχείρημα θα βασίζεται στην κινούμενη άμμο της τιμής του φυσικού αερίου. Αν αυτή παραμείνει στα σημερινά επίπεδα των 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα, μπορεί το δημοσιονομικό κόστος να συγκρατηθεί. Τι θα γίνει όμως αν ξεφύγει και πάλι η τιμή του;
Το ποια θα είναι η συνέπεια υλοποίησης αυτού του σχεδίου στον προϋπολογισμό είναι επίσης ένα ολόκληρο κεφάλαιο από μόνο του. Το οικονομικό επιτελείο θα προσπαθήσει να βρει τρόπους ώστε το πλάνο να μην θίξει το έλλειμμα και να μην το ανεβάσει πάνω από το 2%. Δεν θα είναι εύκολο, ειδικά αν η Ελλάδα αφεθεί να υλοποιήσει μόνη της το συγκεκριμένο σχέδιο.