Η ισχυρή δημοσιονομική επίδοση του 2023 επισφραγίζει αναμφίβολα τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Το πρωτογενές πλεόνασμα των 4,1 δισ. ευρώ (1,86% του ΑΕΠ), έναντι αρχικής πρόβλεψης 1,1%, που ανακοίνωσε σήμερα η Eurostat, δημιουργεί καλύτερη αφετηρία για το φετινό στόχο του 2,1%, στέλνει ένα ισχυρό σήμα ότι η ελληνική οικονομία έχει δυναμική, δείχνει ότι αναπτύσσεται πέραν των στόχων, παρά τις δυσκολίες και τα έκτακτα γεγονότα.
Αν μπορούμε μια χρονιά να πετύχουμε τόσο υψηλές δημοσιονομικές επιδόσεις ακόμη και με χαμηλότερη ανάπτυξη -το ΑΕΠ του 2023 έκλεισε στα 220,3 δισ. με αύξηση 2% έναντι στόχου για 2,4%- γιατί να μην μπορούμε να επαναλάβουμε το ίδιο και φέτος;
Δηλαδή, να πετύχουμε ένα εξαιρετικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα κι ας είναι εξαιρετικά δύσκολες οι διεθνείς συνθήκες, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο στόχος της ανάπτυξης να πρόκειται να αναθεωρηθεί ξανά προς τα κάτω.
Από 2,9% που έγραφε ο προϋπολογισμός, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας αναμένεται να τον χαμηλώσει στην περιοχή του 2,4%-2,5%. Επ' αυτού, θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αυριανή εκτίμηση του ΙΟΒΕ για την πορεία της οικονομίας κατά την παρουσίαση της καθιερωμένης τριμηνιαίας του έκθεσης.
Ασφαλώς και είναι σημαντικό για μια οικονομία να έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο ωρίμανσης ώστε να πετυχαίνει πλεονάσματα ακόμη και όταν το ΑΕΠ της δεν αυξάνεται με βάση το ιδανικό σενάριο.
Άραγε όμως είναι ίδιες οι περυσινές με τις φετινές συνθήκες; Όχι, σε καμία περίπτωση. Ένα μεγάλο κομμάτι από το περυσινό «μαξιλάρι» των 4,096 δισ. ευρώ, προήλθε από τα έσοδα, δηλαδή από τα εισοδήματα που φορολογήθηκαν το 2022, χρονιά όπου η ανάπτυξη έτρεχε με 5,6%, αμέσως μετά την πανδημία. Τη χρονιά εκείνη είχαμε υπερκέρδη από πολλές επιχειρήσεις.
Είχαμε υπέρβαση καθαρών φορολογικών εσόδων ύψους 292 εκατ. ευρώ το τελευταίο τρίμηνο του 2023 και ύψους 647 εκατ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2024, που καταγράφονται δημοσιονομικά στο έτος 2023. Ταυτόχρονα οι δαπάνες των φορέων γενικής κυβέρνησης περιορίσθηκαν κατά 602 εκατ. ευρώ.
Το πλεόνασμα όμως του 2024 θα προκύψει από τη φορολόγηση των εισοδημάτων του 2023, μια χρονιά με ανάπτυξη 2%. Άλλη χρονιά το 2022, διαφορετική το 2023. Ασφαλώς και η καλύτερη περυσινή επίδοση έναντι του στόχου δίνει κάποια ώθηση, (μέσω του carry over) στο φετινό προυπολογισμό.
Στο ερώτημα ωστόσο, κατά πόσο η μέχρι τώρα εικόνα δείχνει ότι «βγαίνει» το φετινό στοίχημα, στελέχη του οικονομικού επιτελείου, απαντούν ξεκάθαρα «ακόμη όχι». Το Μάρτιο άλλωστε είχαμε τα πρώτα σημάδια κάμψης στα φορολογικά έσοδα έπειτα από πολλούς μήνες υπεραπόδοσης. Ανήλθαν στα 3,611 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 184 εκατ. ευρώ ή 4,8% έναντι του στόχου. Σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο η υστέρηση αυτή, οφείλονταν ενδεχομένως ως ένα βαθμό στην τραπεζική αργία του τέλους Μαρτίου λόγω καθολικού Πάσχα, οπότε θα αντισταθμιστεί από τα έσοδα Απριλίου.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι για να βγει φέτος η δημοσιονομική υπεραπόδοση πρέπει να ενταθεί η πίεση στη φοροδιαφυγή και κυρίως να μην ανοίξει κανένα «παράθυρο» πριν ή μετά τις ευρωεκλογές, να ξεχάσουμε τα έκτακτα βοηθήματα, όπως είχαμε συνηθίσει από το 2020 και μετά, με τις ευλογίες της Κομισιόν.
Τις ψευδαισθήσεις όσων πιστεύουν ότι η φετινή χρονιά θα μοιάζει με τις προηγούμενες, αλλά και ότι η επίτευξη από εδώ και πέρα υψηλών πλεονασμάτων θα είναι το ίδιο εύκολη, όπως στο παρελθόν, φροντίζουν να διαλύσουν οι πολλαπλασιαζόμενες ασύμμετρες γεωπολιτικές απειλές.
Το παιχνίδι των πυραύλων δοκιμάζει τις αντοχές της παγκόσμιας και της ελληνικής οικονομίας, Ιράν και Ισραήλ μπορεί να έκαναν ένα βήμα πίσω από την άβυσσο, αλλά ο κίνδυνος ανάφλεξης παραμονεύει. Δεν μιλάμε απλώς για τις επιπτώσεις από το «πέταγμα της πεταλούδας» σε κάποιο σημείο του πλανήτη, αφού τα πολεμικά παιχνίδια δεν συμβαίνουν κάπου μακριά μας.
Ας μην ξεχνάμε επίσης τον Ντάνιελ, τον πόλεμο στην Ουκρανία που έχει μπει στον 3ο χρόνο του και είναι σε ένα επικίνδυνο τέλμα, τις επιμέρους κρίσεις στη Μ. Ανατολή που έχουν παγιωθεί (Ερυθρά Θάλασσα) και φυσικά τις συνθήκες ύφεσης στην Ευρώπη, όπου επίσης δεν διαφαίνεται φως στο τούνελ.
Ακόμη δηλαδή και αν δεν υπήρχαν οι νέοι κανόνες, που θα τεθούν σε πλήρη εφαρμογή από το 2025 και θα ορίζουν ότι τα πλεονάσματα θα γίνονται υποχρεωτικά δημοσιονομικά «μαξιλάρια», και πάλι η Ελλάδα δεν θα είχε περιθώρια για χαλάρωση, αφού οφείλει να γνωρίζει ότι όσο δύσκολα κτίζεται η αξιοπιστία μιας οικονομίας, τόσο εύκολα μπορεί να διαλυθεί.
Το πόσο εύθραυστες είναι οι ισορροπίες το δείχνει η πορεία των spreads. Ένα μήνα πριν, είχαμε μόλις 3,7 μονάδες υψηλότερο spread από την Ισπανία αλλά σήμερα είναι στις +15,7 μονάδες. Συγκριτικά με την Πορτογαλία, ήμασταν υψηλότεροι κατά 20,6 μονάδες αλλά σήμερα η διαφορά μας βρίσκεται στις +30,5 μονάδες.
Δεν είναι κακές οι επιδόσεις αυτές, απλώς η αύξηση του διεθνούς κινδύνου δείχνει πόσο εύκολα επηρεάζονται οι αγορές, πόσο γρήγορα μπορεί να διευρυνθεί ξανά η απόσταση στα ομόλογα με τις δύο χώρες, παρ’ ότι δεν άλλαξε κάτι επί τα χείρω στα δημοσιονομικά της Ελλάδας. Το αντίθετο, βελτιώνονται διαρκώς
Την επίδοση για πλεόνασμα κοντά στο 2% του ΑΕΠ είχε προαναγγείλει ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας από το φόρουμ των Δελφών, εξηγώντας ωστόσο ότι δεν θα έχουμε τίποτα να φοβηθούμε υπό τον όρο ότι θα συμβούν δύο πράγματα. Η κυβέρνηση καταφέρει στα δημοσιονομικά τα ίδια αποτελέσματα φέτος και τα επόμενα χρόνια και παράλληλα «τρέξει» τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.