Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
«Δώσε στις αγορές αυτό που θέλουν και αυτές θα ζητήσουν περισσότερα». Αυτή η φράση του διάσημου Μοχάμεντ Ελ Εριάν ίσως λέει τα πάντα και ερμηνεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες στις αγορές. Ο δείκτης-«καθρέφτης» της παγκόσμιας οικονομίας, S&P 500, έσπασε το «φράγμα» των 3.000 μονάδων και ο Dow Jones ακολούθησε χθες συνθλίβοντας το επίπεδο των 27.000 μονάδων για πρώτη φορά στην ιστορία. Το «bull market» διαρκεί ήδη 10 χρόνια και όπως πάει δείχνει ασταμάτητο.
Τα στοιχεία που ακολουθούν είναι άκρως εντυπωσιακά: Οι S&P 500 και Dow έχουν καταγράψει κέρδη άνω του 300% και ο Nasdaq άνω του 500% από τα χαμηλά της παγκόσμιας κρίσης του 2008, σε μία ανοδική τροχιά χωρίς προηγούμενο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει σίγουρα να συνεχιστεί αυτή η τάση μέχρι το φθινόπωρο του 2020 γιατί έχει μπροστά του τις προεδρικές εκλογές. Όμως ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είναι ο μόνος που «καίγεται» για συνεχή άνοδο. Οι επενδυτές ζητούν φθηνή ρευστότητα και οι κεντρικές τράπεζες αλλάζουν κατεύθυνση για να τους δώσουν αυτό που επιθυμούν. Ο Μάριο Ντράγκι ετοιμάζει το έδαφος για να πατήσει η Κριστίν Λαγκάρντ το... κουμπί του QE, ενώ ο Τζερόμ Πάουελ έκανε στροφή 180 μοιρών, με αποτέλεσμα να θεωρείται εξαιρετικά πιθανή η μείωση των επιτοκίων από την Fed κατά τουλάχιστον 25 μονάδες βάσης μέσα στον Ιούλιο.
Το μεγαλύτερο σε διάρκεια «bull market» όλων των εποχών δείχνει να συνεχίζεται, αφού τα σχόλια του Πάουελ εκτιμάται ότι πυροδοτούν ένα νέο κύμα ανόδου στη Wall. Αναλυτές τονίζουν ότι μέχρι να «ξεφουσκώσει» το κύμα αυτό θα έρθει μία νέα κίνηση ενδεχομένως από τον Ντράγκι – με μείωση του επιτοκίου καταθέσεων – που θα δώσει νέα ώθηση, ενώ η αναβίωση της ποσοτικής χαλάρωσης θα συντηρήσει την άνοδο.
Σε κάθε μικρή ή μεγαλύτερη αναταραχή – όπως αυτή στο δεύτερο μισό του 2018 – το σύστημα απαντά με ισχυρές ενέσεις ρευστότητας για να πυροδοτήσει ή να συντηρήσει, ανάλογα με τις συνθήκες, την άνοδο. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις 24 Δεκεμβρίου 2018 μέχρι σήμερα ο Dow Jones έχει ενισχυθεί σε ποσοστό άνω του 24% και ο S&P σχεδόν 20%. Όμως από την ημέρα που ξεκίνησε ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα, τα κέρδη των δεικτών είναι σχεδόν τα μισά.
Οι αντιδράσεις των κεντρικών τραπεζών, αλλά και των πολιτικών, υποδεικνύουν ότι η χρηματιστηριακή άνοδος είναι η μόνη κατεύθυνση που... επιτρέπεται σήμερα. Ζούμε σε μία εποχή που οι καλές ειδήσεις για τους επενδυτές είναι οι αντικειμενικά κακές ενώ οι θετικές ειδήσεις δεν προκαλούν ενθουσιασμό. Αυτή είναι η πραγματικότητα τόσο στη Wall Street όσο και στις υπόλοιπες μεγάλες χρηματιστηριακές αγορές, σε ένα κλίμα ευφορίας που τροφοδοτείται από τις κεντρικές τράπεζες. Σχεδόν οι ίδιες συνθήκες επικρατούσαν την περίοδο 2012-2015 όταν ο S&P 500 ενισχύθηκε κατά 45%.
Ο Τραμπ είναι αυτός που συντηρεί την αβεβαιότητα για τον εμπορικό πόλεμο και έχει φέρει τα πάνω κάτω με την άνοδο του προστατευτισμού. Όσο ο Αμερικανός πρόεδρος θα συνεχίζει να ακροβατεί μεταξύ απειλών και μη συμβατικών πολιτικών τόσο οι κεντρικές τράπεζες θα φοβούνται μία νέα κρίση και θα τυπώνουν χρήμα για να αποσοβήσουν τον κίνδυνο μιας ύφεσης που δεν θα μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα αφού βρισκόμαστε σε περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων.
Οι απώλειες που σημειώθηκαν στο sell-off του περασμένου Οκτωβρίου έχουν αντισταθμιστεί και οι οικονομικοί δείκτες εμφανίζουν σταθερότητα. Επιπλέον, οι επενδυτές νιώθουν τη βεβαιότητα ότι τα επιτόκια τουλάχιστον δεν θα αυξηθούν και έτσι αυξάνεται η διάθεση για επενδύσεις μεγαλύτερου ρίσκου. Στην ουσία, η Fed και η EKT είναι αυτές που... βάζουν πλάτη για να συντηρούνται οι τοποθετήσεις σε risky assets.
Επομένως, τι μπορεί να πάει στραβά και να τελειώσει το bull market; Πάντως στην έρευνα του Ιουνίου της Bank of America Merrill Lynch καταγράφηκε το πιο απαισιόδοξο κλίμα στις τάξεις των διαχειριστών κεφαλαίων από την παγκόσμια κρίση του 2008. Ο Τραμπ επιμένει ότι έχει την οικονομία με το μέρος του όμως οι φωνές για ύφεση το 2020, πριν τις προεδρικές εκλογές αυξάνονται. Σχεδόν 7 στους 10 οικονομικούς διευθυντές μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων βλέπουν ύφεση πριν από το τέλος του 2020, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του πανεπιστημίου Duke.