Του Γιώργου Φιντικάκη
Αν επρόκειτο για επιχείρηση και όχι για χώρα, σίγουρα με τέτοιες επιδόσεις θα είχε βάλει λουκέτο.
Είναι όμως η Ελλάδα που κατέχει την 41η θέση ανάμεσα σε 41 χώρες ως προς τις επιδόσεις της οικονομικής της πολιτικής, την 37η θέση στον τομέα των κοινωνικών πολιτικών και την 26η όσον αφορά την ποιότητα της δημοκρατίας, έχοντας μάλιστα υποχωρήσει έναντι του 2014.
Αν και δεν μας κάνει σοφότερους, εντούτοις έχει ενδιαφέρον το πως μας βαθμολογούν οι άλλοι, και συγκεκριμένα οι ετήσιοι δείκτες βιώσιμης διακυβέρνησης, που εκδίδονται από το γερμανικό ινστιτούτο Bertelsmann (Sustainable Governance Indicators) μεταξύ των 41 πιο «ισχυρών» χωρών του ΟΟΣΑ - ναι η Ελλάδα ανήκει σε αυτές- και υπολογίζουν την αποτελεσματικότητα της πολιτικής κάθε χώρας (οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά), την ποιότητα της Δημοκρατίας της, και την ποιότητα διακυβέρνησης (εκτελεστική ικανότητα και λογοδοσία).
Στην ετήσια λοιπόν έκθεση για το 2018, που εκδόθηκε προ ημερών, η Ελλάδα στο σκέλος των “οικονομικών πολιτικών” βαθμολογείται με 4,1 (άριστα το 10), και καταλαμβάνει την τελευταία θέση, πίσω από Τουρκία, Μεξικό, Ρουμανία, Χιλή, Βουλγαρία, Σλοβακία, καθώς και όσων χωρών εφάρμοσαν μνημόνια (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος). Στάσιμη ανάπτυξη απουσία επενδύσεων, αδιέξοδη υπερφορολόγηση, δυστοκία στις μεταρρυθμίσεις, είναι μερικές από τις γνωστές και χιλιοειπωμένες αιτίες.
Στο σκέλος των κοινωνικών πολιτικών, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 37η θέση, με βαθμολογία 4,8, ξεπερνώντας μόνο τις Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία και Μεξικό. Εδώ η έκθεση μιλά για ένα εξαιρετικά στρεβλό εκπαιδευτικό σύστημα που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, ένα υψηλό ποσοστό νέων ενηλίκων που παραμένουν εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης, προγράμματα επιδότησης ενοικίου και ηλεκτρικού κόστους για τα φτωχά νοικοκυριά με αβέβαιη χρηματοδότηση, και δραματικές περικοπές δαπανών για υγειονομική περίθαλψη. Παρόμοιες είναι και οι επιδόσεις της χώρας στη περιβαλλοντική πολιτική, όπου καταλαμβάνοντας την 36η θέση με βαθμολογία 4,7 ξεπερνάμε την Κορέα, την Κύπρο, το Ισραήλ, την Τουρκία, αλλά και τις ΗΠΑ που καταλαμβάνουν την τελευταία θέση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο δείκτης που μετρά τη ποιότητα της δημοκρατίας. Θα περίμενε κανείς, η Ελλάδα να πετυχαίνει μια σχετικά καλή βαθμολογία, όπως πράγματι συμβαίνει (6,8), με τη διαφορά ότι αυτή καταγράφει μείωση κατά 0,2 μονάδες σε σχέση με το 2014. Σύμφωνα με την έκθεση, η νομοθεσία για τη χρηματοδότηση και τη διαφάνεια των πολιτικών κομμάτων εφαρμόζεται μερικώς, τα δικαστήρια επιδεικνύουν σημαντική ανεξαρτησία από την κυβέρνηση, ενώ υπάρχουν υπόνοιες για πολιτικοποίηση στους διορισμούς των λειτουργών.
Τέλος, εννέα θέσεις πριν από το τέλος (32η θέση), βρισκόμαστε στον τομέα της διακυβέρνησης, με βαθμολογία 5,36, αφού μπορεί ο συντονισμός και η παρακολούθηση των υπουργείων να έχουν βελτιωθεί, ωστόσο αντιφάσεις και ασυνέπειες εξακολουθούν να υφίστανται. Ειδικά στο θέμα της εκτελεστικής ικανότητας, επισημαίνεται ότι παρ'' ότι έχουν υλοποιηθεί σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, εντούτοις εκφράζονται αμφιβολίες κατά πόσο θα συνεχιστούν, ενώ οι στόχοι ιδιωτικοποιήσεων αναθεωρούνται επανειλημμένα προς τα κάτω.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν αποτελεί έκπληξη, τα ίδια δείχνουν ο δείκτης οικονομικής ελευθερίας (Fraser), τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη διαφθορά, ο παγκόσμιος δείκτης ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, ο δείκτης ποιότητας ζωής του ΟΟΣΑ, τα στοιχεία του ΔΝΤ για το ποσοστό επενδύσεων, οι προβολές για το Δημογραφικό, και τόσοι άλλοι.
Σε μια χώρα που θέλει να επιβιώσει, και τα παιδιά της να ζήσουν σε ένα καλύτερο αύριο, το φυσιολογικό θα ήταν να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να συμφωνήσει ότι θέλει να αλλάξει. Και αντί γι' αυτό, εμείς απαιτούμε ακόμη να αλλάξουν οι άλλοι. Έχουμε καταντήσει μια χώρα ιδανική για κρατικοδίατους επιδοματίες, με το 50% των επιχειρηματιών να μην έχει καμία διάθεση να επεκτείνει τις δραστηριότητές τους, δηλαδή να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας (πρόσφατη έρευνα της MRB για λογαριασμό του ΣΕΒ). Σε μια χώρα με τόσο χαμηλές επενδύσεις, δηλαδή δίχως τροφοδότη της ανάπτυξης, και ταυτόχρονα την υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ, ενδεχομένως και στον κόσμο - η αναλογία συνταξιούχων- εργαζομένων αντί 1 προς 4, είναι 1 προς 1,4- εμείς έχουμε την απαίτηση ότι θα μπορεί το κράτος να συνεχίσει τα επόμενα χρόνια να καταβάλει συντάξεις.