Οι συναντήσεις με τη διοίκηση της Μυτιληναίος έχουν διαχρονικά ενδιαφέρον τόσο για την κατανόηση των προοπτικών του ομίλου, όσο και για τις πολύ διορατικές ματιές στο ευρύτερο περιβάλλον που επηρεάζει τις οικονομίες γενικότερα. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες επισημάνσεις αφορούσε το κόστος της πράσινης μετάβασης.
Μιας αναγκαιότητας που άργησε να έρθει και όταν ήρθε βρήκε τους πάντες απροετοίμαστους και κυρίως με διαφορετικές ατζέντες. Και η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να αντιπαρατεθώ, παρά τις οικολογικές μου ευαισθησίες, στα όσα ειπώθηκαν από τον διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου κ. Ευάγγελο Μυτιληναίο για αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα που θα έπρεπε να αφορά όλο τον πλανήτη.
Αν σας έδειχναν μια φωτογραφία μιας πολικής αρκούδας σε ένα μισολιωμένο παγόβουνο στη μέση του ωκεανού ή δορυφορικές φωτογραφίες με απέραντες εκτάσεις καμένων δασών και σας ρωτούσαν για το αν είστε υπέρ ή όχι της πράσινης μετάβασης η θετική απάντηση θα συγκέντρωνε πιθανότατα 99,9%, καθολική αποδοχή.
Αν το ίδιο ερώτημα διατυπώνονταν ωστόσο με τις οικονομικές του προεκτάσεις η πλειοψηφία της κοινής γνώμης σίγουρα θα απέρριπτε το εγχείρημα: «Είστε υπέρ της πράσινης μετάβασης υπό την προϋπόθεση να δίνετε το 30% των εισοδημάτων κάθε χρόνο για τα επόμενα τριάντα χρόνια;».
Η Ευρώπη ορθά επέλεξε να περιορίσει τις εκπομπές ρύπων και να θέσει φιλόδοξους στόχους. Το πρόβλημα είναι ότι σε αυτούς τους στόχους οι υπόλοιπες σημαντικές χώρες-ρυπαντές δεν ακολούθησαν καθόλου ή δεν ακολουθούν με τον ίδιο ρυθμό. Και ενώ στην Ευρώπη επιταχύνθηκε χρονικά ο στόχος να μειωθεί στο 4% από 8% που είναι σήμερα το γεωγραφικό μερίδιο στο αποτύπωμα του διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως με το κλείσιμο λιγνιτικών εργοστασίων, την ηλεκτροκίνηση και την αλλαγή των μέσων στην παραγωγή ενέργειας, στην Κίνα το 2023 προστέθηκαν 50 GW νέας δυναμικότητας εργοστάσια παραγωγής ρεύματος από λιγνίτη. Πρακτικά μιλάμε για μια ακύρωση των προσπαθειών, αφού οι εκπομπές ρύπων δεν περιορίζονται εντός των συνόρων στις χώρες παραγωγής τους αλλά απλώνονται και επηρεάζουν το παγκόσμιο κλίμα.
Το κόστος παραγωγής επίσης στην Ευρώπη επιβαρύνεται με δικαιώματα εκπομπών καθιστώντας λιγότερο ανταγωνιστικές της ευρωπαϊκές βιομηχανίες και όλη τη ροή της αλυσίδας εφοδιασμού. Το επιχείρημα των χωρών που δεν προχωρούν σε δράσεις που θα «πρασινίσουν την παραγωγή τους» έχει να κάνει με τη σχετικά μικρή ενηλικίωση της βιομηχανικής τους παραγωγής: «Η Ευρώπη εδώ και τρεις αιώνες προκειμένου να αναπτυχθεί χρησιμοποίησε φθηνή ενέργεια για να τροφοδοτήσει τη βιομηχανία της γεμίζοντας ρύπους τον πλανήτη, σε αέρα, στεριά και θάλασσα. Δεν είναι δυνατόν μια νεοσύστατη βιομηχανική χώρα να μπαίνει στην ίδια λογική με τους περιορισμούς που επιβάλλονται αλλού, όπου υπάρχει ένα επιβαρυμένο παρελθόν». Και αυτό συνοψίζει περισσότερο ή λιγότερο την αντίληψη που επικρατεί στους βασικούς ρυπαντές του πλανήτη.
Για να γίνουν ωστόσο όλα όσα πρέπει για να φθάσουμε στο επιθυμητό σημείο, θα πρέπει να αλλάξουν άρδην όλες οι υποδομές και κυρίως τα δίκτυα, τα οποία είναι πλέον ανεπαρκή να σηκώσουν το βάρος των νέων μονάδων. '
Μόνο στην Ευρώπη απαιτούνται πάνω από 500 δισεκατομμύρια ευρώ για την ανανέωση των υπαρχόντων δικτύων. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι νέες ΑΠΕ είναι τα δίκτυα: Με τις ταρίφες σε τροχιά πτώσης τα έργα που αυτή την στιγμή έχουν το πλεονέκτημα των καλών περιθωρίων αφορούν την αύξηση της χωρητικότητας και της διαθεσιμότητας των δικτύων.
Και ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, όπου το εκτιμώμενο κόστος των υποδομών είναι 400 δισ. ευρώ ή σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα. Αυτή η παράμετρος παρουσιάζει σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον για όσες εταιρίες είναι στο κλάδο των υποδομών ως διαχειριστές, αλλά και ως προμηθευτές.
Κλείνοντας το θέμα ο κ. Μυτιληναίος άφησε στο τέλος μια αισιόδοξη νότα: «Δεν θα είναι εύκολη η μετάβαση. Δεν είναι μια εξέλιξη που θα την δούμε σύντομα. Στο τέλος όμως θα συμβεί». Και αυτό είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για όλους.