Του Γιώργου Φιντικάκη
Ένα βήμα πιο κοντά στην υλοποίηση έρχεται το μεγαλύτερο υβριδικό αντλησιοταμιευτικό έργο στην Ευρώπη, αυτό της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακής στο Αμάρι Ρεθύμνου, μετά και την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων, στην οποία προχώρησε πρόσφατα με απόφασή του ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης.
Εκκρεμεί πλέον η δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για επενδύσεις αποθήκευσης ενέργειας, όπως αυτή στο Ρέθυμνο, το οποίο αναμένεται να είναι έτοιμο κάπου μέσα στο 2020, καθώς η Ελλάδα παραμένει από τις ελάχιστες χώρες στην Ευρώπη που ακόμη δεν διαθέτουν σχετική νομοθεσία.
Το έργο, προϋπολογισμού 280 εκατ. ευρώ, θα αποτελέσει ένα από τα πρώτα projects αποθήκευσης ενέργειας στην Ελλάδα, θα δημιουργήσει περισσότερες από 1.000 θέσεις εργασίας, ενώ η εγχώρια προστιθέμενη αξία του, θα υπερβεί το 60%, φτάνοντας στα 170 εκατ. ευρώ. Τα έσοδα για τις τοπικές κοινωνίες κατά την 25ετή περίοδο της σύμβασης, και συγκεκριμένα για τους δήμους Ρεθύμνου, Αμαρίου, Σητείας και τις κοινότητές τους, υπολογίζονται σε 4,6 εκατ. ευρώ το χρόνο, ενώ η υλοποίησή του αναμένεται να συμβάλει καθοριστικά στην επίλυση του ενεργειακού προβλήματος της Κρήτης.
«Η επένδυση που προωθούμε στην Κρήτη ήδη από το 2011 είναι ένα πρωτοποριακό έργο για τα ελληνικά δεδομένα και ταυτόχρονα αποτελεί το μεγαλύτερο υβριδικό έργο στην Ευρώπη. Συνδυάζει την παραγωγή καθαρής ενέργειας και την αποθήκευση κι έρχεται να απαντήσει αποτελεσματικά και οικονομικά στο υπαρκτό πρόβλημα του ενεργειακού ελλείμματος που αντιμετωπίζει, όπως είναι γνωστό εδώ και χρόνια, η Κρήτη. Αν, μάλιστα, μας είχε επιτραπεί να προχωρήσουμε εγκαίρως στην υλοποίηση της επένδυσης, είναι βέβαιο ότι η Κρήτη θα είχε ήδη διασφαλισμένη ηλεκτρική επάρκεια», ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακής, Γ. Περιστέρης.
Στο τεχνικό σκέλος, ο υβριδικός σταθμός Αμαρίου βασίζεται στην ενεργειακή αξιοποίηση του φράγματος Ποταμών και συνδυάζει την παραγωγή αιολικής ενέργειας με την αποθήκευσή της μέσω αντλησιοταμίευσης.
Αποτελεί συνδυασμό αιολικού πάρκου εγκαταστημένης ισχύος 89,1 ΜW, υδροηλεκτρικού έως 93 ΜW και συγκροτήματος αντλιών δυναμικότητας 140 ΜW. Το έργο εξασφαλίζει πλήρη ευελιξία και ασφάλεια εφοδιασμού, τόσο στην παρούσα φάση όσο και μετά τη διασύνδεση της Κρήτης, παρέχοντας υψηλής ποιότητας επικουρικές υπηρεσίες και δυνατότητα μαζικής αποθήκευσης ανανεώσιμης ενέργειας. Το όφελός του, βάση αντίστοιχων μελετών, υπερβαίνει τα 300 εκατ. ευρώ, προστατεύοντας το νησί από κινδύνους μπλακάουτ. Επίσης, μπορεί πλήρως να υποκαταστήσει τις αεριοστροβιλικές μονάδες της Κρήτης, οι οποίες από 1ης/1/2020 μπαίνουν σε καθεστώς περιορισμένης λειτουργίας.
Το έργο έχει όπως όλα τα μεγάλα στην Ελλάδα, την δική του ιστορία. Η ΤΕΝΕΡΓ ξεκίνησε τις σχετικές διαδικασίες ήδη από το 2011, ενώ κατά τη διαβούλευση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το έργο έλαβε περί τις 90 θετικές γνωμοδοτήσεις από τις υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησης. Ο φάκελος της μελέτης παραπέμφθηκε στο Κεντρικό Συμβούλιο Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (ΚΕΣΠΑ), τον Νοέμβριο του 2018, το οποίο αποφάσισε την έγκρισή της και την έκδοση της Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ), που προσφάτως υπέγραψε ο αρμόδιος υπουργός.