Θ. Πελαγίδης: Tα δημόσια οικονομικά είναι καλά κτισμένα - Oρατή η αποκλιμάκωση των επιτοκίων

Θ. Πελαγίδης: Tα δημόσια οικονομικά είναι καλά κτισμένα - Oρατή η αποκλιμάκωση των επιτοκίων

Στις αντιδράσεις των αγορών μετά το θάνατο του Ιρανού προέδρου, στην πορεία του πληθωρισμού, στις εξελίξεις στο θέμα των επιτοκίων, αλλά και στο Ταμείο Ανάκαμψης, αναφέρθηκε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Θεόδωρος Πελαγίδης, μιλώντας στο ΕΡΤ.

Ως προς τις επιπτώσεις των εξελίξεων στο Ιράν είπε ότι: «Κοιτώντας το πρωί το Bloomberg που κοιτάμε, προς το παρόν δεν αντέδρασαν οι αγορές. Κοιτάξτε, δεν είναι κάτι που αυτή τη στιγμή είναι υπολογίσιμο. Δεν μπορώ να ξέρω πως θα εξελιχθεί από την πλευρά αυτών που συζητούν.

Ο γεωπολιτικός ή ο γεωοικονομικός παράγοντας έχει εισέλθει πολύ σοβαρά, είναι ο πρώτος παράγοντας στην οικονομική ανάλυση, τουλάχιστον όσον αφορά το πού θα πάει η παγκόσμια οικονομία. Και αν αυτό που λέμε η αβεβαιότητα, θα είναι κάτι το οποίο θα είναι μόνιμο από εδώ και πέρα, τουλάχιστον για το μέλλον που μπορούμε να δούμε».

Αναφερόμενος στην επιστολή του πρωθυπουργού στην Πρόεδρο της Επιτροπής για τις πολυεθνικές, είπε πως:

«Εγώ είμαι σε μια θέση που δεν σχολιάζω τι είπε ο κ. πρωθυπουργός. Σε κάθε περίπτωση, βλέπω τον πληθωρισμό των τροφίμων γύρω στο 5%, βλέπω έναν γενικό πληθωρισμό, ο οποίος είναι λίγο πάνω από το 3%.

Βλέπω διεθνώς τον πληθωρισμό να επιμένει σε κάποιο βαθμό, δηλαδή να μην υποχωρεί όπως στα αγαθά. Και βλέπω μια πορεία που αργά η γρήγορα θα οδηγήσει σε μια αποκλιμάκωση των επιτοκίων. Όχι όσο γρήγορα περιμέναμε, όχι με άμεσες επιπτώσεις.

Ο Ιούνιος, η έναρξη της υπόθεσης, είναι το καλοκαίρι για την Τράπεζα της Αγγλίας είναι από ότι φαίνεται το Σεπτέμβριο για την FED αμερικανική τράπεζα.

Αυτό θα είναι σημαντικό κατά τη γνώμη μου, γιατί πρέπει λίγο πολύ οι τράπεζες, οι μεγάλες, οι τρεις να κινηθούν κάπως παράλληλα, Όχι ακριβώς, αλλά κάπως παράλληλα να μην υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στα επιτόκια του ευρώ και του δολαρίου.

Να μην μπούμε σε τέτοια κατάσταση που μπορεί να δημιουργήσει άλλου τύπου ζητήματα. Από ό, τι φαίνεται θα είναι τμηματική αποκλιμάκωση Πρώτα από όλα θα είναι 0,25 που λέμε από το 4 στο 3,75 για το βασικό επιτόκιο.

Νομίζω ότι μετά, χωρίς να είμαι εγώ αυτός που συμμετέχει στο Συμβούλιο, ότι θα υπάρχει κατά κάποιο τρόπο ένα τεστ για το πώς αντιδρά η αγορά, πώς αντιδρά η τιμολόγηση των αγαθών και των υπηρεσιών. Γιατί είναι ένα θέμα, ο πληθωρισμός πέφτει, αλλά με τα επιτόκια εκεί που είναι, όταν αρχίσουν να πέφτουν τα επιτόκια, πληθωρισμός τι πορεία πτώσης θα ακολουθήσει, που θα, που θα επιμείνει, αν επιμείνει και τι πληθωριστικά τινάγματα θα έχουμε σε διάφορα αγαθά.

Ο πληθωρισμός είναι κάτι σαν τον covid. Δηλαδή αυτό που έχουμε βιώσει είναι ότι πηγαίνει πάνω σε ένα αγαθό, σε μια υπηρεσία, υψώνονται οι τιμές, μετά πέφτουν, μετά πηγαίνει αλλού, καθώς αυτό αποκλιμακώνεται.

Υπάρχουν οι μεγάλοι διαρθρωτική παράγοντες που μας λένε ότι αυτή τη φορά ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί, αλλά δεν θα φτάσουμε απ’ ό, τι φαίνεται, οπωσδήποτε κι εγώ αυτό πιστεύω σε μια κατάσταση που είχαμε πριν να γίνουν όλα αυτά,
μηδενικά επιτόκια, πληθωρισμός μηδέν.

Αυτό το φαινόμενο που θα αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τώρα δεν θα είναι τόσο ο πληθωρισμός, αλλά θα είναι το επίπεδο των τιμών. Δηλαδή έχουν φτάσει σε ένα επίπεδο οι τιμές και αυτό το πράγμα αντιπαραβάλλεται με το επίπεδο του μέσου μισθού ή κάποιων στην καμπύλη κομματιών του μισθού των χαμηλότερων, των υψηλότερων. Αυτή η απόσταση ονομάζεται ακρίβεια.

Θα το δούμε τώρα αυτό πως θα εξελιχθεί, διότι είναι μια δύσκολη πορεία. Να μην ξεχνάμε ότι δεν είναι θέμα τιμών και επιπέδου η ακρίβεια, αλλά είναι ταυτόχρονα και θέμα απολαβών. Και οι απολαβές, οι μισθοί, τα εισοδήματα εξαρτώνται από την αγορά, εξαρτώνται από τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγει και πληρώνει η χώρα».

Για ελληνική οικονομία

Για το πότε θα επιστρέψει η χώρα σε μία δυναμική οικονομία, όπως το έπραξε η Πορτογαλία σχολίασε πως: «Δείχνει ότι πρέπει οπωσδήποτε, με κάθε θυσία, με κάθε θυσία να αυξηθούν οι επενδύσεις. Είναι μάθημα στο πρώτο έτος των οικονομικών ότι οι μισθοί, οι απολαβές αυξάνονται με την αύξηση της παραγωγικότητας που έρχεται μόνο με τις επενδύσεις. Δηλαδή είναι η ποιότητα του φυσικού κεφαλαίου και φυσικά και η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, αυτών που λέμε των ικανοτήτων, των προσόντων.

Η κυβέρνηση και η κάθε κυβέρνηση πρέπει να αγωνίζεται πάντα να βελτιώσει το περιβάλλον που λειτουργεί η οικονομία, το θεσμικό, το επενδυτικό. Αυτή είναι η μόνη λύση. Δεν υπάρχει άλλη. Δεν κάνει το πολιτικό σύστημα τις επενδύσεις, ούτε τις διατάζει. Γιατί υπάρχει αυτή η εντύπωση σε πολύ κόσμο, τι κάνει το κράτος ή τι δεν κάνει το κράτος. Δεν είναι έτσι. Η Ελλάδα πρέπει να είναι φιλική στις αγορές. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος».

Ακολούθως τόνισε ότι:

«Δεν πρέπει να είναι θωρακισμένη η οικονομία, πρέπει να είναι ανθεκτική. Θωρακισμένη είναι αυτή που δεν δέχεται τα χτυπήματα. Ανθεκτική είναι αυτή που τα δέχεται και προσαρμόζεται, Πρέπει να γίνεται συνεχώς όλο και πιο ανθεκτική.
Διότι αυτή είναι μια διαδικασία στην οποία παράλληλα οι υπόλοιπες οικονομίες που την ανταγωνίζονται στο διεθνές περιβάλλον, σε αγαθά και υπηρεσίες και αυτές οι ίδιες έχουν τον ίδιο σκοπό. Δεν είναι μια στατική κατάσταση.

Θα έλεγα ότι η ελληνική οικονομία έχει γίνει πιο ανθεκτική γιατί έχει γίνει πιο ανοιχτή. Που σημαίνει ότι όντας πιο ανοικτή η οικονομία, ούσα μάλλον, προσεγγίστηκε και προσαρμόζεται και πρέπει να προσαρμοστεί καλύτερα στις διεθνείς συνθήκες.
Διότι καθώς η οικονομία ανοίγει, η αγορά η διεθνής της αποκαλύπτει τα πλεονεκτήματά της και τα μειονεκτήματά της».

Για τα δημόσια οικονομικά

Αναφερόμενος στα δημόσια οικονομικά και στο αν μπορεί να επανέλθουν καταστάσεις όπως τα χρόνια των μνημονίων, είπε ότι: «Εγώ μπορώ να σας πω και ως με τη μικρή μου εμπειρία ως υπηρεσιακός υπουργός Οικονομικών ότι τα δημόσια οικονομικά είναι καλά κτισμένα. Δηλαδή η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τέτοιο πρόβλημα στο μέλλον που μπορούμε να δούμε έτσι κι αλλιώς. Άρα αυτό έχει μια μεγάλη σημασία να το ξέρει ο κόσμος.

Το άλλο όμως που αφορά την αύξηση των εισοδημάτων αφορά αυτό που σας είπα την παραγωγή, τις επενδύσεις, την παραγωγικότητα, την ανάπτυξη. Αυτό έχει σημασία, τώρα για τα επόμενα τρία, τέσσερα, πέντε χρόνια, ιδίως ας πούμε, για τα επόμενα τρία χρόνια που μπορούμε να προβλέψουμε, υπάρχει μια ανάπτυξη μεταξύ 2 και 2,5%.
Το ΑΕΠ ξέρετε, δεν προβλέπεται κιόλας, δεν είναι απλό».

Για το πρωτογενές πλεόνασμα

Ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα ο κ. Πελαγίδης ανέφερε πως: «Το παράγει αυτό η αγορά. Το παράγει στο τέλος, θα φτάσει να είναι 2,1 τουλάχιστον κι εγώ προβλέπω σαν πρωτογενές ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι παραπάνω και από 2,1 που σημαίνει με τους καινούργιους κανονισμούς ότι αυτό το επιπλέον δεν μπορεί κανείς να το πάρει και να το κάνει πολιτική, αλλά πρέπει να το πάει στη μείωση του χρέους ή στο αποθεματικό, μάλλον στη μείωση του χρέους περισσότερο.

Αυτός είναι κανονισμός σε κάθε κράτος. Και μάλιστα πρέπει να σας πω ότι εγώ τον περασμένο Ιούνιο το είχα συζητήσει αυτό στα ψηλά κλιμάκια.

Εκεί δεν δέχονται οι Ευρωπαίοι το ποσό που θα περισσέψει σύμφωνα και με τα δικά τους κριτήρια, να πάει κάπου αλλού, θα πάει εκεί που πρέπει και δεν είναι μόνο για μας, είναι για όλους.

Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα ότι εισέρχονται δαπάνες ηλεκτρονικές στον προϋπολογισμό, πληρώνονται οι φόροι, η οικονομία αποδίδει και ένα μέρος του πληθωρισμού είναι του γεγονότος ότι η οικονομία έχει μια ανάπτυξη 2 2,5%, ενώ σε άλλες οικονομίες αυτό είναι μηδέν ή σε ένα ταμείο.

Σας μιλώ για τις τιμές, οι τιμές πιέζονται από τη ζήτηση και υπάρχει και ο τουρισμός, ο οποίος είναι φέτος πάλι αυξημένος, θα είναι τα υψηλότερα από αυτά. Πάμε για ρεκόρ όπως φαίνεται σε σχέση και με το 2019 και το 2023 ήταν λίγο κάτω από το 19 από ότι θυμάμαι.

Για το Ταμείο Ανάκαμψης 

Για το Ταμείο Ανάκαμψης σημείωσε πως: «Έχω την εντύπωση ότι οι ουρές του θα πάνε και στο 2027, σε κάθε περίπτωση, για να μη σας πω και λίγο παραπάνω, Η συνεισφορά του πάντως είναι πολύ σημαντική. Θέλω να σας πω ότι τάση του IMF για την ελληνική ανάπτυξη τα επόμενα 40 χρόνια είναι 1,1 να το θυμάστε αυτό και ο κύριος παράγων είναι το δημογραφικό, εκεί υπάρχει τεράστιο θέμα, όχι μόνον από θέμα που αφορά τη χώρα, αλλά την αγορά εργασίας, την ανάπτυξη».