Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Να επιταχυνθούν οι διαδικασίες που θα επιτρέψουν πολύ σύντομα στις ελληνικές τράπεζες να «ξεφορτωθούν» τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) από τους ισολογισμούς τους και να καλύψουν το χαμένο έδαφος των τελευταίων ετών, αποφάσισαν ο πρωθυπουργός και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος την περασμένη Παρασκευή.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Γιάννης Στουρνάρας γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν οι τράπεζες περιμένουν να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια, από το 41,5% που βρίσκονται σήμερα κοντά στο 4% που είναι ο μέσος όρος της Ευρωζώνης, ήτοι κατά 72 δισ. ευρώ, μόνο με τη βοήθεια της οικονομικής ανάπτυξης, θα χρειαστούν ίσως και μία δεκαετία. Συμφώνησαν, λοιπόν, να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες έτσι ώστε οι τράπεζες να έχουν πολύ σύντομα στη διάθεσή τους όλες τις εναλλακτικές επιλογές, όπως το σχέδιο του ΤΧΣ και την πιο συστημική λύση που προτείνει η ΤτΕ.
Μετά τη συνάντηση που είχαν πρωθυπουργός και κεντρικός τραπεζίτης για πρώτη φορά μετά από 3,5 χρόνια στο Μαξίμου, ανακοίνωσαν ότι «η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει συνδυαστικά τις προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδας και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων», επιβεβαιώνοντας πλήρως το ρεπορτάζ του liberal.gr που έκανε λόγο για λύση-σκούπα.
Μετά την πλήρη στασιμότητα που παρατηρήθηκε τους τελευταίους μήνες, η κυβέρνηση αναμένει την τελική ετυμηγορία της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DGComp) για το σχέδιο του ΤΧΣ, το οποίο βασίζεται στο ιταλικό μοντέλο και προβλέπει την παροχή κρατικών εγγυήσεων στις τράπεζες για τις τιτλοποιήσεις. Στη Φρανκφούρτη δεν… τρελαίνονται με την ιδέα, ωστόσο γνωρίζουν ότι έχει φέρει αποτελέσματα στην Ιταλία. Το μεγάλο μειονέκτημα της λύσης του Asset Protection Scheme είναι ότι δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα συστημικά.
Τα στοιχεία που έδωσε την Παρασκευή στη δημοσιότητα η ΕΚΤ υπενθυμίζουν ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωζώνης, ακόμα και από την Κύπρο, υποδεικνύοντας παράλληλα ότι απαιτείται άμεση δράση. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ΕΚΤ, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) υποχώρησε στην Ελλάδα στο 41,5% στο τέλος Μαρτίου 2019, όταν στο σύνολο της Ευρωζώνης περιορίστηκε στο 3,67%, έναντι 7,5% που ήταν στο τέλος Ιουνίου 2015 όταν ξεκίνησε η δημοσιοποίηση των εποπτικών στατιστικών στοιχείων.
Για να επιτευχθεί σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη τα «κόκκινα» δάνεια πρέπει να μειωθούν τουλάχιστον κατά 63 δις. ευρώ, για να μειωθούν σε μονοψήφιο ποσοστό ή κατά 72 δις. ευρώ για να φτάσουμε στον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Χρειάζεται επομένως μία συστημική λύση και προς αυτή την κατεύθυνση η κυβέρνηση θα προωθήσει και το σχέδιο της ΤτΕ που αξιοποιεί τον αναβαλλόμενο φόρο και προβλέπει τη μεταφορά πολύ μεγαλύτερου όγκου NPEs σε ένα κεντρικό σχήμα.
Αξίζει να τονιστεί ότι οι ελληνικές τράπεζες εισήλθαν στην κρίση του 2008 με συνολικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) ύψους 14,5 δισ. ευρώ, ή 5,5% επί των συνολικών ανοιγμάτων. Στο τέλος Ιουνίου 2016 είχαν φτάσει στα 108,4 δισ. ευρώ, ή στο 45,1% επί του συνόλου. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, ο σχεδιασμός του 2016 ήταν για τριετή πλάνα που θα οδηγούσαν στη μείωση των «κόκκινων» δανείων στα 66,7 δις. ευρώ στο τέλος του 2019.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, στο τέλος Μαρτίου 2019 τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανήλθαν σε 80 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 1,8 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 27,2 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο.