Η χρηματιστηριακή αξία των συμμετοχών του ΤΧΣ στις 4 συστημικές τράπεζες έχει ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ στην παρούσα φάση λόγω του επενδυτικού ενδιαφέροντος για τραπεζικές μετοχές, ως απόρροια της προσδοκίας για κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αλλά και με την αναμονή ανακοινώσεων αποτελεσμάτων του 2022, τα οποία εκτιμάται ότι θα αποτυπώνουν τη θετική πορεία τους και τις σημαντικά βελτιωμένες προοπτικές τους. Για την ακρίβεια αποτιμάται τώρα στα 3.037 εκατ. ευρώ χωρίς τη συμμετοχή στην τράπεζα Αττικής.
Τα παραπάνω δημιουργούν πιο σταθερό έδαφος επί του οποίου θα μπορούσαν να χτιστούν οι στρατηγικές αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τράπεζες μετά τις εκλογές, όταν θα αρχίσει ξανά να αποτυπώνεται το ενδιαφέρον στρατηγικών επενδυτών, για μεγάλα μερίδια πέραν του ενδιαφέροντος των θεσμικών και επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία σπεύδουν να τοποθετηθούν από την αρχή του έτους, με επενδυτικά κριτήρια.
Η βελτίωση στην εικόνα της ελληνικής οικονομίας, έχει ανοίξει νέες προοπτικές, διευρύνοντας σημαντικά τις δυνατότητες που έχει το δημόσιο για τη διάθεση μετοχών, όχι μόνον με πολύ καλύτερους όρους σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα, αλλά επιπλέον και ποιοτικά, όσον αφορά τους τρόπους διάθεσης των μετοχών, με δεδομένο ότι κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και το ΤΧΣ έχει τη δυνατότητα χάρη στη στρατηγική που έχει εκπονηθεί να κινηθεί εντελώς διαφορετικά για διαφορετικά μικρότερα μερίδια ή για κάποια τράπεζα σε σχέση με κάποια άλλη.
Με βάση το στρατηγικό σχέδιο αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τράπεζες, δίνεται η δυνατότητα αξιοποίησης και του ΧΑ με τη διάθεση μικρότερων μεριδίων σε θεσμικούς επενδυτές και ιδιώτες, αλλά η δυνατότητα αυτή υπήρχε μόνο θεωρητικά με τις τιμές Σεπτεμβρίου- Οκτωβρίου στο ΧΑ, όταν για παράδειγμα η αγορά αποτιμούσε την τράπεζα Πειραιώς σε τιμές μικρότερες από το ήμισυ της λογιστικής αξίας της και κάτω από την αξία της με βάση την αύξηση των κεφαλαίων της τράπεζας. Αυτά τα δεδομένα έχουν αλλάξει τώρα.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει για την οικονομία, όταν είχε πει ότι «επί της αρχής η άποψή μου είναι ότι δεν υπάρχει κάποιος συστημικός στρατηγικός λόγος γιατί το κράτος πρέπει να ελέγχει σημαντικά ποσοστά συστημικών τραπεζών. Και με βάση τις κατευθύνσεις που έχει δρομολογήσει το ΤΧΣ και ανάλογα με τις ευκαιρίες που θα προκύψουν, πιστεύω ότι θα κινηθούμε τους επόμενους μήνες».
Στη δήλωσή του ο πρωθυπουργός άφηνε περιθώριο διατήρησης από το δημόσιο μη σημαντικών ποσοστών των συστημικών τραπεζών, ενώ λαμβανόταν πρόνοια αξιοποίησης των ευκαιριών που θα προκύψουν για τους επόμενους μήνες.
Με βάση τα παραπάνω ήδη έχουν αρχίσει να διανοίγονται ευκαιρίες για το επόμενο διάστημα μετά τις εκλογές, όταν η κυβέρνηση θα θελήσει να προχωρήσει στη διάθεση μεριδίων και θα αρχίσουν να επανακάμπτουν επισήμως προσφορές από στρατηγικούς επενδυτές. Στο μεταξύ όμως σύμφωνα με παρατηρητές της αγοράς, τοποθετούνται θεσμικοί επενδυτές και ιδιώτες με επενδυτικά κριτήρια όπως:
- Την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με σημαντικά ταχύτερους ρυθμούς έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών
- Τη μακρά διάρκεια λήξης του ελληνικού χρέους σε σταθερές τιμές επιτοκίων και τις μικρές δανειακές ανάγκες, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας
- Τη μείωση των «κόκκινων δανείων» των τραπεζών με μέσους όρους που πλησιάζουν ήδη το 5% κάτω από το οποίο τα ιδιωτικά Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια, υποχωρούν κάτω από το σημείο συναγερμού για τις τράπεζες και να και παραμένουν σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, ωστόσο τους πλησιάζουν σημαντικά
- Τους ρυθμούς κερδοφορίας που εκτιμάται ότι το 2023 θα πιάσουν για διαδοχικό έτος διψήφιο ρυθμό αύξησης
- Την αυξημένη πιθανότητα διανομής μερίσματος από φέτος και τον επόμενο χρόνο από όλες τις ελληνικές τράπεζες
Στην αγορά εκτιμούν μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι από το οικονομικό επιτελείο δεν αποκλείουν την πιθανότητα διάθεσης μικρότερων επενδυτικών μεριδίων στο ευρύ κοινό, άποψη που ενστερνίζονται επίσης και τραπεζικοί κύκλοι διαβλέποντας τα ίδια πλεονεκτήματα με την κυβέρνηση, όπως είναι η ταχύτερη διάθεση μετοχών του ΤΧΣ σε ιδιώτες, η αύξηση της διασποράς των μετοχών που προσθέτει βάθος στην οικονομία και την αγορά.
Αυτή την περίοδο τα μερίδια που κατέχει το ΤΧΣ στις συστημικές τράπεζες αποτιμώνται:
- Στα 1.850 εκατ. ευρώ το 40,39% της ΕΤΕ
- Στα 800 εκατ. ευρώ το 27% της Τράπεζας Πειραιώς
- Στα 312 το 9% της Alpha Bank
- Στα 75 εκατ. ευρώ το 1,4% της Eurobank
Η λύση αυτή έχει αρκετά πλεονεκτήματα που αξιολογεί η αγορά, αν και η διάθεση μικρών μεριδίων δεν βοηθά στην πώληση μετοχών με premium όπως ένα μεγάλο μερίδιο που συνοδεύεται από τη συμμετοχή στη διοίκηση της τράπεζας. Ωστόσο είναι ταχύτερη λύση, καθώς η απόκτηση μεριδίου μεγαλύτερου από 10% και ειδικότερα η συμμετοχή του επενδυτή στο ΔΣ της τράπεζας απαιτεί τον απαραίτητο πλην χρονοβόρο έλεγχο από τους μηχανισμούς της ΕΚΤ, που θα καθυστερήσει την οριστική έγκριση της συμφωνίας.
Βεβαίως ακόμα και η λύση των placements αν επιλεγεί σε κάποιες περιπτώσεις θα προχωρήσει μετά τις εκλογές, γεγονός όμως που μπορεί να βοηθήσει τις τραπεζικές μετοχές να προσεγγίσουν τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους τιμών και να μειώσουν τα discounts με τα οποία αποτιμώνται χρηματιστηριακά.
Διαβάστε ακόμα:
ΤΧΣ: Η «ακτινογραφία» της αποεπένδυσης από τις τράπεζες
Η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις τράπεζες θα ευνοήσει την οικονομία
Τράπεζες: Έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον και κινητικότητα